Γράφει η Δήμητρα-Αγάπη Λαγούδη
Εισαγωγή
Σε μια πρώτη απόπειρα αποτύπωσης της έννοιας του λαϊκισμού, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι συνίσταται σε μία διαχρονική επικοινωνιακή τακτική πολιτικών ηγετών σε διεθνές επίπεδο, ανεξαρτήτως κομματικού στρατοπέδου, η οποία φαίνεται να ικανοποιεί τα συναισθήματα και τις προσδοκίες του λαού, να προωθεί τα αιτήματά του και εν γένει να προάγει το συμφέρον του. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για μια μεθοδευμένη πολιτική στρατηγική η οποία έχει στον πυρήνα της την υπεραπλούστευση σύνθετων ζητημάτων και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Η στρατηγική αυτή δυστυχώς καθιστά τον λαό ευάλωτο σε φαινόμενα χειραγώγησης, καθώς ο λαικιστικός λόγος επιτυγχάνει με υφέρποντα τρόπο τη δημιουργία της ψευδαίσθησης ότι οι κυβερνώντες δρουν καθοδηγούμενοι από τη νομιμοποιητική συγκατάθεση της πλειοψηφίας και όχι εμφορούμενοι από ιδιοτελή κίνητρα και φιλοδοξίες.
Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο να “βαπτίζονται” ως λαϊκά τα αιτήματα των κυβερνήσεων, ενισχύοντας μια κατ’ επίφαση δημοκρατία. Αυτή η πολιτική επιλογή δε θα μπορούσε να μην αντανακλάται και στον τομέα των διεθνών σχέσεων, ενώ οι τρόποι με τους οποίους εμφανίζεται, ποικίλλουν:
1. Απομονωτισμός με πρόφαση την ανάγκη προστασίας της εθνικής κυριαρχίας και της τοπικής οικονομίας από ξένες επιρροές, λόγου χάριν λιγότερη εμπλοκή σε διεθνείς οργανισμούς και στρατιωτικές συμμαχίες
2. Εθνικιστική και ιμπεριαλιστική ρητορική
3. Προτεραιοποίηση των «κανονικών ανθρώπων»
4. Διασφάλιση συμφερόντων της πλειοψηφίας
Στην εν λόγω έρευνα θα εξετασθούν εκτενώς δύο παραδείγματα ηγετών που εντάσσονται κατεξοχήν στην κατηγορία των λαικιστών, ένα σύγχρονο και ένα λίγο παλαιότερο: του Αδόλφου Χίτλερ και του Ντόναλντ Τραμπ. Οι δύο αυτές πολιτικές προσωπικότητες έχουν χρησιμοποιήσει με παραλλαγές την πρακτική του λαϊκισμού, αποσκοπώντας όμως πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα το οποίο δεν είναι άλλο από το να αποπροσανατολίσουν και να επιτύχουν τις πολιτικές τους στοχεύσεις.
Ο λαϊκισμός και ο Α. Χίτλερ
Συχνά παρατηρείται ότι οι άνθρωποι εστιάζουν στην εκ του αποτελέσματος θεώρηση των πραγμάτων. Εν προκειμένω στο επίκεντρο βρίσκονται οι κτηνώδεις και απάνθρωπες θηριωδίες στις οποίες προέβη ο Χίτλερ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ολοκαύτωμα και ο θάνατος που αυτό σκόρπισε. Εξίσου σημαντική είναι, όμως, η εξελικτική πορεία των πραγμάτων μέχρι την κορύφωση, η ρητορική που χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την προετοιμασία του εδάφους.
Μετά το 1933, το ναζιστικό καθεστώς κατέκτησε πολύ γρήγορα την πρώτη θέση και ανήλθε στην πιο δυναμική καινούρια δύναμη στην Ευρώπη, υποκινώντας έναν τεράστιων διαστάσεων πόλεμο και καταλαμβάνοντας σημαντικό τμήμα της ηπείρου. Αναμφισβήτητα, έγινε το πιο καταστροφικό καθεστώς στη σύγχρονη ιστορία.
Μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα χρέη της εκτοξεύτηκαν, το μάρκο έχασε σχεδόν κάθε αξία και οι Γερμανοί κομμουνιστές δημιούργησαν το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα εκτός Σοβιετικής Ένωσης. Προκειμένου να καταπολεμηθεί αυτή η ραγδαία άνοδος της αριστεράς, οργανώθηκαν δεκάδες ασήμαντες εθνικιστικές ομάδες, μια εκ των οποίων ήταν το Γερμανικό Εργατικό Κόμμα(DAP), το οποίο όμως έμελλε να διαδραματίσει καθοριστικό για τις εξελίξεις ρόλο. Οι αρχικές κατευθυντήριες γραμμές του διακήρυσσαν ότι «το DAP αναζητά τον εξευγενισμό του Γερμανού εργάτη. Οι μορφωμένοι εργάτες που κατοικούν εδώ έχουν το δικαίωμα να αποτελούν μέρος της μεσαίας τάξης. Μια αυστηρή γραμμή θα πρέπει να τραβηχτεί μεταξύ προλεταρίων και εργατών». Αποκήρυξε όλα τα εισοδήματα που δεν προέρχονταν από εργασία –ιδίως από την τοκογλυφία και τη χρηματιστική εκμετάλλευση-, αλλά ταυτόχρονα υπεραμυνόταν του κεφαλαίου που επενδυόταν σωστά, προωθώντας το εθνικό συμφέρον. Το DAP δήλωνε ότι ο «εργατισμός» του ερχόταν σε αντίθεση μόνο με τους αντιπαραγωγικούς και μη εθνικούς τομείς της μπουρζουαζίας, ιδίως τους Εβραίους. Η επιρροή του κόμματος ήταν αμελητέα, μέχρι την ένταξη του Χίτλερ σε αυτό, αρχικά ως μέλους που όμως ταχύτατα αναρριχήθηκε στην ιεραρχία. Έχοντας γαλουχηθεί με τις ιδέες του παγγερμανικού εθνικισμού, ο Χίτλερ σταδιακά αναδύθηκε στην κορυφή της εσωτερικής οργάνωσης του κόμματος.
Η ήττα της Γερμανίας τον συνέτριψε, καθώς πλήγωσε βαθύτατα τις έντονα εθνικιστικές-αντισημητικές του ιδέες. Μάλιστα συμφώνησε με πολλούς άλλους ότι «είχαν μαχαιρωθεί πισώπλατα» από Εβραίους και άλλους προδότες. Σύντομα ανελίχθηκε στη θέση του κύριου ομιλητή στις συναντήσεις του κόμματος, σε μία από τις οποίες μάλιστα διακήρυξε τα «25 σημεία» του κόμματος. Αυτά συνίσταντο στον ακραίο εθνικισμό και την ένωση όλων των αληθινών Γερμανών, η ανώτερη φυλετική ταυτότητα των οποίων υποτίθεται πως τους τοποθετούσε σε ένα ξεχωριστό επίπεδο από τους υπόλοιπους λαούς. Καίτοι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν επεδίωκε την κολεκτιβοποίηση όλης της οικονομίας, προέβλεπε την εθνικοποίηση όλων των μεγάλων επιχειρήσεων. Αποκήρυξαν τους Εβραίους, τους κομμουνιστές και τη Συνθήκη των Βερσαλιών, ενώ οι Εβραίοι ονομάστηκαν κοσμοπολίτες, εκμεταλλευτές χωρίς ρίζες που ανήκαν σε ιδιαίτερη, χωριστή φυλή.
Πληροφορίες για τις επεκτατικές και κυρίως τις ρατσιστικές αντιλήψεις του Χίτλερ μπορεί κανείς να αντλήσει από το λεγόμενο «Mein Kampf(=ο αγών μου)», που αποτελεί την πολιτική του αυτοβιογραφία. Εκεί αναφέρει χαρακτηριστικά τη φυλή και τον χώρο ως τους πυλώνες γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν η ιδεολογία του. Η φιλοσοφία του βασιζόταν σε μία –σύμφωνα με τη δική του θεώρηση- φυσική τάξη που είχε χωρίσει την ανθρώπινη κοινωνία σε διακριτές φυλές, των οποίων οι διαφορετικές ποιότητες επιδρούσαν σε όλα τα υπόλοιπα. Άξιο παρατήρησης είναι το γεγονός πως αποκαλούσε τους Εβραίους δαιμονισμένη «αντιφυλή» που μόλυνε την καθαρότητα όλων των υπολοίπων και, επομένως, έπρεπε να εξαλειφθεί. Παρότι ο αντισημιτισμός είχε κάνει την εμφάνισή του και πολύ νωρίτερα από Γάλλους, Ρώσους και Γερμανούς ιδεολόγους, ο Χίτλερ τον κατέστησε στο κέντρο της ιδεολογίας του, καθιστώντας τον πολύ πιο βίαιο. Τόνιζε τη σημασία του ψέματος και των υπερβολών στην προπαγάνδιση των ιδεών, δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι οι μάζες εντυπωσιάζονταν από τον εξτρεμισμό και ήθελαν να βλέπουν ένα ποσοστό βίας να τίθεται σε πράξη.
Οι συγκυρίες που επικράτησαν στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ευνόησαν εκπληκτικά τον Χίτλερ. Πιο συγκεκριμένα, η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» φαινόταν να χάνει τη δυναμική της, καθώς η συμπαγέστερη τότε κοινοβουλευτική ομάδα υπό τον Πάπεν δεν κατάφερε να εξασφαλίσει πλειοψηφία κι έτσι στράφηκε στον Χίτλερ προτείνοντας συνεργασία. Η δημοφιλία του Χίτλερ είχε συρρικνωθεί εκείνη την περίοδο κι έτι ήταν αδύνατο να προβλέψει κανείς τις ολέθριες συνέπειες που θα είχε η άνοδος του στην εξουσία. Άλλωστε, είχε χάσει και την εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Λίγο αργότερα τοποθετήθηκε στη θέση του καγκελαρίου της γερμανικής κυβέρνησης, επικεφαλής ενός κανονικού και νόμιμου κυβερνητικού συνασπισμού. Από τις έντεκα υπουργικές θέσεις, μόνο οι δύο ανήκαν στους ναζί, όμως αυτό που δεν αντιλήφθηκαν ούτε ο Χίντενμπουργκ ούτε ο Πάπεν, ήταν το ότι μόνο που χρειαζόταν ο Χίτλερ ήταν τα εργαλεία της εξουσίας που θα του εξασφάλιζαν τη θεμελίωση της δικής του δικτατορίας. Για τις πρώτες εβδομάδες διατήρησε κάποια στοιχειώδη προσχήματα νομιμότητας. Για τον Χίτλερ, ήταν πολύ σημαντικό να κερδίσει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και να δημιουργήσει ένα παραπέτασμα νομιμότητας για τη μετάβαση στη δικτατορία.
Έτσι, στις 4 Φεβρουαρίου πήρε την έγκριση του Χίντενμπουργκ να διαλύσει και πάλι το Reichtag και να προκηρύξει καινούριες εκλογές ένα μήνα αργότερα. Ο Πρόεδρος συμφώνησε επίσης να εκδώσει αμέσως ένα διάταγμα που θα περιόριζε κάποιες από τις ελευθερίες του Τύπου και θα απαγόρευε τις «ανατρεπτικές» πολιτικές συζητήσεις. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ο Χίτλερ κατάφερε να εγκαταστήσει ένα αστυνομικό-καταπιεστικό καθεστώς και να πάρει υπό τον έλεγχό του τις περισσότερες περιφερειακές κυβερνήσεις. Σε κάτι που ομολογουμένως με δυσκολία μπορεί να χαρακτηριστεί ως ελεύθερες εκλογές, οι κάλπεις έδωσαν στους ναζί ποσοστό 43,9% και με τους κομμουνιστές σε απαγόρευση. Ο Χίτλερ είχε τώρα την ισχυρή πλειοψηφία που ζητούσε. Δεν άργησε φυσικά να έρθει και η συνακόλουθη αναδιοργάνωση των θεσμών.
Σε αυτό το σημείο κρίνεται αναγκαίο να αναφερθούν κάποιες ενδεικτικές «μεταρρυθμίσεις». Αρχικά, οι νόμοι εφεξής θα εκδίδονταν από ειδικούς κυβερνήτες του Reichχωρίς και την επικύρωση των περιφερειακών συμβουλίων. Παράλληλα, εγκαινιάστηκε ένας νόμος για την «αποκατάσταση των δημοσίων υπηρεσιών» και συγκεκριμένα περί απομάκρυνσης των Εβραίων και των αριστερών από τη γερμανική γραφειοκρατία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Τέλος, η Πρωτομαγιά, παραδοσιακά η μέρα της γιορτής των συνδικάτων, μετονομάστηκε σε Ημέρα Εθνικής Εργασίας και την επομένη η αστυνομία κατέλαβε όλα τα γραφεία των εργατικών συνδικάτων.
Προκειμένου να εξαλείψει και το παραμικρό ενδεχόμενο απειλής από αριστερές πολιτικές δυνάμεις, ο Χίτλερ διέταξε και προέβη στην περιβόητη «Αιματηρή Εκκαθάριση», στην οποία οι SS δολοφόνησαν πάνω από εκατό πολιτικές προσωπικότητες. Ο Χίντενμπουργκ πέθανε στις 2 Αυγούστου. Μετά από αυτό, ο Χίτλερ κατέλαβε τις θέσεις και του προέδρου και του καγκελαρίου και αναδείχθηκε Fuhrer του γερμανικού λαού. Μετά από ένα δημοψήφισμα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το 85% των γερμανών ψηφοφόρων ενέκρινε αυτές τις αποφάσεις. Ο Χίτλερ ήταν και επίσημα ο αρχηγός και απόλυτος δικτάτορας του γερμανικού λαού. Οι ωμότητες στις οποίες προέβη στα πλαίσια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι γνωστές σε όλους και κηλίδωσαν την παγκόσμια ιστορία.
O oικονομικός απομονωτισμός και o Ντ. Τραμπ
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του Τραμπ αποτελεί ένα από τα κεντρικά σλόγκαν που χρησιμοποίησε κατά την προεκλογική του καμπάνια to 2015, το γνωστό σε όλους “Make Americagreat again”(MAGA), το οποίο απηχεί το εθνοκεντρικό (nativist) κλίμα που καλλιεργεί στην κοινή γνώμη έκτοτε. Το MAGA κίνημα βασίζεται στην ιδέα ότι η Αμερική ήταν κάποτε μια σπουδαία χώρα, η οποία όμως έχασε το κύρος της εξαιτίας των ξένων επιρροών, τόσο εντός των συνόρων της, κυρίως μέσω της μετανάστευσης και της πολυπολιτισμικότητας, αλλά και εκτός, μέσω της παγκοσμιοποίησης και της συγχώνευσης πολλών εθνικών οικονομικών συστημάτων. Οι θιασώτες του κινήματος υποστηρίζουν ότι αυτή η πτώση του κύρους θα μπορούσε να διασωθεί μέσα από «America first» πολιτικές, οι οποίες θα επιτρέψουν ένα υψηλό επίπεδο οικονομικού προστατευτισμού, θα μειώσουν τις εισροές μεταναστών, ειδικά από αναπτυσσόμενες χώρες και θα ενδυναμώσουν τις αμερικανικές αξίες και παραδόσεις.
Μεταξύ άλλων κεντρικό ζήτημα αποτέλεσε και η επιβολή από τον Τραμπ υπέρμετρα υψηλών δασμών σε προϊόντα εισαγόμενα από άλλες χώρες, η οποία αποτυπώνει την πρακτική του οικονομικού απομονωτισμού. Ο Τραμπ υποστηρίζει διαχρονικά ότι οι δασμοί θα τονώσουν την αμερικανική οικονομία και βιομηχανία. Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε στις 2 Απριλίου, την οποία χαρακτηριστικά ονόμασε «liberation day”, την επιβολή φορολογίας ύψους 145% στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, γεγονός που έχει πυροδοτήσει εντάσεις που επεκτείνονται και στον τομέα της πολιτικής. Σε αυτή την ενέργεια, η Κίνα, αντεπιτέθηκε επιβάλλοντας 125% φορολογία στα εισαγόμενα από τις Ηνωμένες Πολιτείες προϊόντα. Ο Τραμπ καθιέρωσε, επίσης, φορολογική επιβαρυντική ρύθμιση 10% σε όλα τα αγαθά από άλλες χώρες. Μια εβδομάδα αργότερα, στις 9 Απριλίου αποφάσισε να ανακουφίσει την παγκόσμια αγορά ανακοινώνοντας το «πάγωμα» των δασμών για 90 ημέρες, δίνοντας έτσι μια ανάσα σε πολλές οικονομίες ανά τον κόσμο, ειδικά των αναπτυσσόμενων χωρών, οι οποίες εξαρτώνται άμεσα από τα έσοδα των εξαγωγών των προϊόντων τους. Για παράδειγμα, οι εξαγωγές στις ΗΠΑ ισοδυναμούν με το 30% της οικονομίας του Βιετνάμ και υπάρχουν βάσιμοι φόβοι ότι οι δασμοί του ύψους του 46% θα είχαν βουλιάξει την νοτιοανατολική ασιατική οικονομία into recession.
Σε κάθε περίπτωση, γίνεται αντιληπτό ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις ανέτρεψαν σε παγκόσμια κλίμακα το καθεστώς του οικονομικού φιλελευθερισμού οξύνοντας το χάσμα ανάμεσα στις διαφορετικές οικονομίες και δε θα αργήσουν να αποβούν καταστροφικές για τους πολίτες, όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και ολόκληρου του πλανήτη, αφού είναι γεγονός ότι οι τιμές εκτοξεύτηκαν και οι καταναλωτές δυσκολεύονται να ανταποκριθούν. Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η επιλογή της ονομασίας “liberation day”, αφού είναι αρκετά δυσδιάκριτο το αν και κατά πόσο η επιβολή κυρώσεων θα είναι περιοριστική ή απελευθερωτική, αλλά και για ποιον.
Τέλος, στις 20 Ιανουαρίου 2025 ο Τραμπ εξέδωσε ένα εκτελεστικό διάταγμα τιτλοφορούμενο “putting America first in international environmental agreements”, με το οποίο εγκαινίασε τη διαδικασία της απόσυρσης των ΗΠΑ από οποιαδήποτε συμφωνία έχει γίνει στα πλαίσια του “United Nations Framework Convention On Climate Change”, μία εκ των οποίων είναι και η Συμφωνία του Παρισιού. Παράλληλα, ακύρωσε το US International Climate finance Plan, το οποίο είχε ως αντικείμενο τη σύναψη διμερών και πολυμερών συνεργασιών για την ανακούφιση των αναπτυσσόμενων χωρών από προβλήματα που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Απώτερος στόχος του είναι ο περιορισμός της παροχής οικονομικής βοήθειας προς άλλες χώρες για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και την προώθηση φιλικότερων προς το περιβάλλον πρακτικών.
Το διάταγμα αυτό, βέβαια, όχι μόνο δημιουργησε δυσμενείς συνθήκες για τις σχέσεις των ΗΠΑ με άλλες χώρες αναφορικά με περιβαλλοντικά θέματα, αλλά θα κατέστησε και πιο δυσεπίτευκτο τον στόχο των ΗΠΑ για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2035 σε ποσοστό 61 με 66 τοις εκατό σε σύγκριση με το 2005. Άξιο αναφοράς είναι επίσης και το γεγονός ότι αποσύρθηκε η χρηματοδότηση προκειμένου να δοθεί προτεραιότητα σε άλλους τομείς.
Αντί Επιλόγου
Με βάση τις παραπάνω περιπτώσεις γίνεται αντιληπτή η σημασία των επικοινωνιακών επιλογών της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, αφού αυτές αποκαλύπτουν τις προθέσεις της και τις πολιτικές της στοχεύσεις. Δεν πρέπει να υποτιμάται η βαρύτητα των λέξεων, αφού τέτοιες φαινομενικά ασήμαντες και ακίνδυνες επιλογές μπορούν αθροιστικά να οδηγήσουν σε κοσμοιστορικές αλλαγές.
Βιβλιογραφία
BBC News, The forgotten women who shaped Nazi propaganda. BBC News.
The National WWII Museum, How did Adolf Hitler happen? The National WWII Museum.
Holmes, O. (2025), Trump’s economy: Is he winning the trade war? The Guardian.
Payne, S. G. (2000). Μια ιστορία του φασισμού, 1914–1945 (Κ. Γεώρμας, Μετάφ.). Εκδόσεις Φιλίστωρ.
Παπαδημητρίου, Δ. Ι. (1990). Ο τύπος και ο διχασμός: 1914–1917. Αθήνα