Γράφει η Νεφέλη Αναστασοπούλου
Εισαγωγή
Η διεθνής πολιτική σκηνή συγκροτείται από ένα περίπλοκο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων, στο οποίο κράτη, διεθνείς οργανισμοί και μη κρατικοί δρώντες λαμβάνουν αποφάσεις που σπανίως είναι αποκομμένες από τις ενέργειες των υπολοίπων. Κάθε στρατηγική επιλογή εξετάζεται υπό το πρίσμα των πιθανών αντιδράσεων τρίτων, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα διαρκώς εξελισσόμενο σύστημα ισορροπιών και συγκρούσεων (McCarty & Meirowitz, 2007). Η στρατηγική συμπεριφορά των διεθνών δρώντων δεν αποτελεί απλώς απόρροια υλικών συμφερόντων ή ισχύος, αλλά ένα σύνολο υπολογισμένων κινήσεων στο πλαίσιο ενός γεωπολιτικού «παιχνιδιού», όπου οι συνέπειες κάθε απόφασης ενδέχεται να υπερβούν κατά πολύ τις αρχικές προσδοκίες.
Η Θεωρία Παιγνίων αναδύθηκε ιστορικά ως εργαλείο ανάλυσης οικονομικών αλληλεπιδράσεων, εξελίχθηκε όμως σε ένα ισχυρό μαθηματικό πλαίσιο για την κατανόηση της διεθνούς στρατηγικής(Taşcı, 2020). Μέσω της τυποποίησης των διαθέσιμων στρατηγικών και των αναμενόμενων αποτελεσμάτων(payoffs), παρέχει τη δυνατότητα αποτύπωσης της αβεβαιότητας και του δυναμισμού που χαρακτηρίζουν τις διακρατικές σχέσεις. Κλασικά παραδείγματα, όπως η κρίση των πυραύλων της Κούβας το 1962, αναδεικνύουν πώς η απειλή πυρηνικού αφανισμού λειτούργησε σύμφωνα με τη λογική της αποτροπής, μιας εφαρμογής της θεωρίας παιγνίων υπό συνθήκες υπαρξιακής αβεβαιότητας (Correa, 2001).
Η ανάπτυξη σύνθετων μαθηματικών μοντέλων καθιστά δυνατή τη μελέτη ισορροπιών τύπου Nash, οι οποίες αποτυπώνουν πιθανά σταθερά αποτελέσματα στρατηγικής αλληλεπίδρασης, ακόμη και σε γεωπολιτικά πλαίσια(Malafeyev, Redinskikh & Bogachev, 2023). Τα μοντέλα αυτά επιτρέπουν τη διερεύνηση πολύπλοκων σεναρίων, όπου οι αποφάσεις δεν διαμορφώνονται μόνο βάσει της παρούσας κατάστασης, αλλά και των αναμενόμενων μελλοντικών κινήσεων. Ωστόσο, η θεωρία παιγνίων στηρίζεται σε βασικές υποθέσεις -όπως η πλήρης ορθολογικότητα και η τέλεια πληροφόρηση των δρώντων- οι οποίες συχνά δεν αντανακλούν την πραγματικότητα του διεθνούς συστήματος (Correa, 2001).
Η παρούσα έρευνα εξετάζει πώς η θεωρία παιγνίων και τα μαθηματικά της εργαλεία συμβάλλουν στην ανάλυση της διεθνούς στρατηγικής, αλλά και ποια είναι τα όρια αυτής της μεθοδολογικής προσέγγισης όταν εφαρμόζεται σε έναν κόσμο γεμάτο αστάθεια και αβεβαιότητα.
Θεμελιώδεις έννοιες της Θεωρίας Παιγνίων
Η Θεωρία Παιγνίων αποτελεί έναν μαθηματικό κλάδο που αναπτύχθηκε για τη μελέτη στρατηγικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ ορθολογικών δρώντων, σε περιβάλλοντα όπου το αποτέλεσμα για κάθε συμμετέχοντα εξαρτάται όχι μόνο από τις δικές του αποφάσεις, αλλά και από τις επιλογές των υπολοίπων(Osborne, 2003). Βασικός στόχος της θεωρίας είναι ο προσδιορισμός των στρατηγικών επιλογών που οδηγούν σε σταθερές εκβάσεις, καθώς και η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο μπορούν να προβλεφθούν ή να επηρεαστούν οι αντιδράσεις των «αντιπάλων».
Κάθε «παιχνίδι» στη θεωρία παιγνίων περιγράφεται τυπικά από τέσσερα κύρια στοιχεία (Tesfatsi, 2023):
- Τους παίκτες, που είναι οι φορείς λήψης αποφάσεων(π.χ. κράτη σε διεθνές επίπεδο).
- Το σύνολο των διαθέσιμων στρατηγικών για τον καθένα.
- Τις ανταμοιβές ή απώλειες που συνδέονται με κάθε συνδυασμό στρατηγικών επιλογών.
- Το επίπεδο πληροφόρησης, δηλαδή το τι γνωρίζει ο κάθε παίκτης για τις επιλογές ή τους στόχους των άλλων.
Μία από τις θεμελιώδεις έννοιες της θεωρίας παιγνίων είναι η ισορροπία Nash, η οποία αναπτύχθηκε από τον John Nash το 1950. Σε μια τέτοια ισορροπία, κανένας παίκτης δεν έχει κίνητρο να αλλάξει μονομερώς τη στρατηγική του, δεδομένων των επιλογών των υπολοίπων (Osborne, 2003). Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σταθερό σημείο, στο οποίο οι στρατηγικές όλων αποτελούν βέλτιστη απόκριση στις στρατηγικές των άλλων. Το κλασικό δίλημμα του φυλακισμένου καταδεικνύει παραδειγματικά αυτή την έννοια, καθώς δείχνει πώς δύο ορθολογικοί δρώντες μπορεί να οδηγηθούν σε μια υποδεέστερη συλλογικά κατάσταση, προκειμένου να προστατεύσουν το ατομικό τους συμφέρον(Georgiou, 2015).
Η θεωρία παιγνίων διακρίνει, επίσης, μεταξύ παιγνίων μηδενικού αθροίσματος -όπου το κέρδος του ενός ισοδυναμεί με τη ζημία του άλλου (όπως σε καθαρά συγκρουσιακά σενάρια)- και παιγνίων μη μηδενικού αθροίσματος, όπου υπάρχει περιθώριο για συνεργασία και αμοιβαίο όφελος(Osborne, 2003). Παράλληλα, η διάκριση μεταξύ επαναλαμβανόμενων και μοναδικών (one-shot) παιγνίων έχει κρίσιμη σημασία για τη διαμόρφωση στρατηγικής: σε ένα επαναλαμβανόμενο πλαίσιο, η προοπτική μελλοντικών αντιδράσεων μπορεί να αποτρέψει βραχυπρόθεσμες προδοσίες, καθιστώντας βιώσιμη τη συνεργασία μέσω της απειλής τιμωρίας σε επόμενους γύρους(Tesfatsi, 2023).
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η έννοια της κυρίαρχης στρατηγικής, δηλαδή μιας στρατηγικής που είναι βέλτιστη ανεξαρτήτως των επιλογών των υπολοίπων. Εάν όλοι οι παίκτες διαθέτουν μια τέτοια στρατηγική, τότε το παιχνίδι οδηγείται σε κυρίαρχη ισορροπία, η οποία αποτελεί ειδική περίπτωση ισορροπίας Nash (Osborne, 2003).
Η τυπική δομή και οι έννοιες της θεωρίας παιγνίων προσφέρουν πολύτιμα εργαλεία για την ανάλυση φαινομένων όπου η στρατηγική σκέψη είναι καθοριστική, θέτοντας τη βάση για την εφαρμογή της στις διεθνείς σχέσεις και στη διαχείριση της γεωπολιτικής σταθερότητας, ζήτημα που θα αποτελέσει αντικείμενο της επόμενης ενότητας.
Εφαρμογές στη διεθνή στρατηγική
Η ιδιαίτερη αξία της θεωρίας παιγνίων αποκαλύπτεται πλήρως όταν εφαρμόζεται στη μελέτη της διεθνούς στρατηγικής, δηλαδή των αποφάσεων που λαμβάνονται από κράτη ή διεθνείς συνασπισμούς στο πλαίσιο της διατήρησης ή ανατροπής της ισορροπίας ισχύος. Στην ουσία, η διεθνής πολιτική μπορεί να ιδωθεί ως ένα πολύπλοκο παίγνιο, όπου κάθε κίνηση ενός κράτους επηρεάζει τα στρατηγικά συμφέροντα και τις πιθανές αντιδράσεις των υπολοίπων (Malafeyev et al., 2023).
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θεωρία της πυρηνικής αποτροπής κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η ισορροπία Nash εδώ λαμβάνει τη μορφή της αμοιβαίας διαβεβαίωσης καταστροφής (Mutually Assured Destruction): καμία υπερδύναμη δεν θα ξεκινούσε πυρηνική επίθεση γνωρίζοντας ότι το αντίποινο θα ήταν εξίσου καταστροφικό. Το στρατηγικό αυτό αδιέξοδο συνιστά κλασική εφαρμογή παιγνίων μη μηδενικού αθροίσματος σε επαναλαμβανόμενο πλαίσιο, όπου η «κυρίαρχη στρατηγική» είναι η αποχή από την επίθεση, προκειμένου να διατηρηθεί η σταθερότητα(Correa, 2001). Αντίστοιχες εφαρμογές παρατηρούνται και σε πιο σύγχρονα πλαίσια, όπως οι εμπορικοί πόλεμοι ή οι στρατηγικές επιβολής κυρώσεων. Ενδεικτικά, η αντιπαράθεση ΗΠΑ–Κίνας στο πεδίο της τεχνολογίας μπορεί να αναλυθεί ως παίγνιο επαναλαμβανόμενων κινήσεων, όπου κάθε χώρα επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το μερίδιο επιρροής της, αποφεύγοντας ωστόσο μια πλήρη ρήξη που θα οδηγούσε σε αμοιβαίες απώλειες.
Η θεωρία παιγνίων χρησιμοποιείται επίσης για την κατανόηση των δυναμικών των συμμαχιών και των συνθηκών υπό τις οποίες τα κράτη επιλέγουν να τηρήσουν ή να εγκαταλείψουν τις δεσμεύσεις τους. Μέσα από μαθηματικά μοντέλα, όπως τα παιχνίδια αξιοπιστίας(signaling games), αναλύεται πώς τα κράτη επιχειρούν να πείσουν ότι οι δεσμεύσεις τους είναι αξιόπιστες, ακόμη και όταν το βραχυπρόθεσμο όφελος θα ήταν να τις αθετήσουν(Fearon, 1997).
Περιορισμοί της εφαρμογής της Θεωρίας Παιγνίων στις διεθνείς σχέσεις
Παρά την ισχυρή μαθηματική θεμελίωση, η θεωρία παιγνίων δεν είναι απαλλαγμένη από σοβαρούς περιορισμούς όταν επιχειρείται η εφαρμογή της στις διεθνείς σχέσεις και στη γεωπολιτική ανάλυση. Στην πραγματικότητα, η ίδια η μεταφορά εννοιών από ένα αυστηρά αφηρημένο μαθηματικό πλαίσιο σε ένα περίπλοκο, ασταθές και βαθιά ανθρώπινο σύστημα, όπως η διεθνής πολιτική, εγείρει σημαντικά ερωτήματα.
Καταρχάς, η θεωρία παιγνίων στηρίζεται στην υπόθεση της πλήρους ή έστω «επαρκώς ορθολογικής» συμπεριφοράς των παικτών. Σύμφωνα με αυτή την παραδοχή, τα κράτη λειτουργούν ως υπολογιστικές οντότητες που σταθμίζουν με ακρίβεια τα κόστη και τα οφέλη κάθε πιθανής στρατηγικής(Fearon, 1995). Ωστόσο, η ιστορία βρίθει παραδειγμάτων όπου εσωτερικοί πολιτικοί υπολογισμοί, ιδεολογικές δεσμεύσεις ή ακόμη και προσωπικά χαρακτηριστικά ηγετών υπερίσχυσαν μιας καθαρά ορθολογικής στάθμισης. Σε διεθνείς κρίσεις, οι αποφάσεις λαμβάνονται συχνά υπό πίεση χρόνου και με περιορισμένη πληροφόρηση, γεγονός που αλλοιώνει την ορθολογικότητα και ενισχύει τον ρόλο της ψυχολογίας και της αντίληψης του κινδύνου.
Όσον αφορά την πληροφόρηση, η θεωρία παιγνίων συχνά προϋποθέτει είτε τέλεια είτε συμμετρική κατανομή πληροφοριών μεταξύ των παικτών. Στην πράξη, όμως, η διεθνής πολιτική χαρακτηρίζεται από ασυμμετρίες πληροφόρησης, στρατηγικές παραπλάνησης (signaling) και σκόπιμη αδιαφάνεια. Αυτά τα χαρακτηριστικά περιορίζουν την ακρίβεια των μοντέλων, καθώς το αποτέλεσμα του «παιχνιδιού» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από προσδοκίες και εικασίες, παρά από επακριβή δεδομένα(Malafeyev et al., 2023).
Τέλος, ένα συχνά παραγνωρισμένο μειονέκτημα είναι η δυσκολία ποσοτικοποίησης ποιοτικών παραμέτρων, όπως η φήμη, το κύρος ή ο φόβος απώλειας της εθνικής αξιοπρέπειας -στοιχεία που έχουν αποδειχθεί καθοριστικά σε κρίσιμες ιστορικές αποφάσεις. Η μαθηματική αυστηρότητα της θεωρίας παιγνίων καθιστά δυσχερή την ενσωμάτωση τέτοιων άυλων μεταβλητών, οι οποίες, ωστόσο, επηρεάζουν ουσιωδώς τη συμπεριφορά των δρώντων(Correa, 2001). Παρά τους περιορισμούς αυτούς, η θεωρία παιγνίων εξακολουθεί να προσφέρει ένα ισχυρό εννοιολογικό πλαίσιο για την ανάλυση στρατηγικών καταστάσεων. Η κριτική δεν αναιρεί τη χρησιμότητα των εργαλείων της, αλλά αναδεικνύει την ανάγκη για τον συνδυασμό τους με ιστορικές, ψυχολογικές και πολιτισμικές αναλύσεις, προκειμένου να προσεγγιστεί πληρέστερα η πολυπλοκότητα της διεθνούς πολιτικής.
Άλλα μαθηματικά μοντέλα για την ανάλυση της γεωπολιτικής σταθερότητας
Η Θεωρία Παιγνίων αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα πιο διαδεδομένα μαθηματικά εργαλεία για την ανάλυση στρατηγικών αλληλεπιδράσεων στη διεθνή πολιτική. Ωστόσο, δεν είναι το μόνο, καθώς μια σειρά από άλλα μαθηματικά μοντέλα και τεχνικές έχουν αξιοποιηθεί για να μελετήσουν ζητήματα ισχύος, συμμαχιών και σταθερότητας στο διεθνές σύστημα, προσφέροντας πολύτιμες συμπληρωματικές προοπτικές. Μερικά από αυτά είναι τα ακόλουθα:
Μοντέλα Ισορροπίας Ισχύος (Balance of Power Models): Τα μοντέλα αυτά επιχειρούν να ποσοτικοποιήσουν τη σχετική ισχύ κρατών ή συνασπισμών, συνήθως μέσα από δείκτες στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος, και να προσδιορίσουν πώς οι μεταβολές σε αυτούς τους δείκτες επηρεάζουν την τάση προς ισορροπία ή αστάθεια. Τέτοια μοντέλα ερμηνεύουν τη δημιουργία ή τη διάλυση συμμαχιών ως προσπάθεια αποκατάστασης ενός δυναμικού status quo.
Στοχαστικά και Πιθανοτικά Μοντέλα (Stochastic Models): Σε περιβάλλοντα υψηλής αβεβαιότητας, χρησιμοποιούνται μοντέλα που ενσωματώνουν στοχαστικά στοιχεία, όπως αλυσίδες Markov ή προσομοιώσεις Monte Carlo, για να εκτιμήσουν την πιθανότητα μετάβασης ενός συστήματος από την ειρήνη σε σύγκρουση ή αντίστροφα. Τα μοντέλα αυτά επιτρέπουν την ανάλυση πολλαπλών εναλλακτικών σεναρίων(Midlarsky, 1988).
Δυναμικά Συστήματα και «Διαφορικά Παίγνια»: Η χρήση διαφορικών εξισώσεων επιτρέπει τη μελέτη της εξέλιξης στρατηγικών μεταβλητών σε συνεχόμενο χρόνο. Ιδιαίτερα σημαντικά είναι στα οικονομικά και στους εξοπλιστικούς ανταγωνισμούς, όπου η δυναμική της συσσώρευσης όπλων μπορεί να οδηγήσει είτε σε σταθεροποίηση είτε σε σπειροειδή κλιμάκωση εντάσεων.
Μοντέλα Βασισμένα σε Πράκτορες (Agent-Based Models): Τα Agent-Based Models (ABM) αποτελούν μια πιο «μικροθεμελιώδη» προσέγγιση: αντί να εργάζονται σε μακρο-ισορροπίες, μοντελοποιούν τις αποφάσεις μεμονωμένων δρώντων(κρατών, επιχειρήσεων, ακόμα και ατόμων) με απλούς κανόνες. Από τις αλληλεπιδράσεις τους αναδύονται(emergent) πολύπλοκα γεωπολιτικά μοτίβα, όπως η πόλωση ή οι συγκρούσεις (Cederman, 1997).
Δίκτυα και Θεωρία Γραφημάτων (Network Models): Η μαθηματική ανάλυση δικτύων χρησιμοποιείται για να μελετήσει πώς η δομή συμμαχιών, εμπορικών σχέσεων ή ροών πληροφοριών επηρεάζει τη σταθερότητα. Ένα πυκνό, διασυνδεδεμένο δίκτυο συχνά θεωρείται πιο ανθεκτικό σε κραδασμούς, ενώ ένα κατακερματισμένο δίκτυο μπορεί να είναι ευάλωτο σε αποσταθεροποίηση(Hafner-Burton et al., 2009).
Η χρήση αυτών των διαφορετικών μαθηματικών προσεγγίσεων αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της γεωπολιτικής σταθερότητας. Κανένα μοντέλο δεν επαρκεί μόνο του· αντίθετα, η σύνθεση ποσοτικών μεθόδων με ιστορικές και πολιτικές αναλύσεις καθίσταται απαραίτητη για μια πιο ολιστική κατανόηση των διεθνών φαινομένων.
Συμπεράσματα
Η διεθνής πολιτική, με τις συνεχείς μεταβολές ισχύος και τις περίπλοκες στρατηγικές αλληλεπιδράσεις, συνιστά ένα εξαιρετικά δυναμικό σύστημα, το οποίο συχνά αψηφά γραμμικές προβλέψεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η Θεωρία Παιγνίων και τα διάφορα μαθηματικά μοντέλα προσφέρουν πολύτιμα εργαλεία για την αναλυτική αποτύπωση της λογικής που διέπει τις στρατηγικές αποφάσεις κρατών και διεθνών οργανισμών.
Η Θεωρία Παιγνίων, μέσα από έννοιες όπως η ισορροπία Nash και οι κυρίαρχες στρατηγικές, φωτίζει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων οι ορθολογικοί δρώντες επιδιώκουν να μεγιστοποιήσουν το συμφέρον τους υπό συνθήκες αλληλεξάρτησης. Παράλληλα, τα υποδείγματα ισορροπίας ισχύος, τα δυναμικά συστήματα, τα μοντέλα πρακτόρων και η ανάλυση δικτύων συνεισφέρουν με τη σειρά τους σε μια βαθύτερη κατανόηση των παραγόντων που προάγουν ή υπονομεύουν τη γεωπολιτική σταθερότητα.
Ωστόσο, καμία μαθηματική προσέγγιση δεν μπορεί να συλλάβει πλήρως τη σύνθετη πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων. Οι περιορισμοί που προκύπτουν από την υπόθεση της ορθολογικότητας, την ατελή πληροφόρηση και τη δυσκολία ποσοτικοποίησης ποιοτικών στοιχείων υπογραμμίζουν την ανάγκη συνδυασμού των μαθηματικών μοντέλων με ιστορικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές ερμηνείες. Έτσι, η συμβολή τους δεν βρίσκεται τόσο σε μια αξιόπιστη πρόβλεψη των εξελίξεων, όσο στη συστηματική διερεύνηση πιθανών σεναρίων και στην καλύτερη κατανόηση της στρατηγικής λογικής που διέπει το διεθνές σύστημα.
Βιβλιογραφία
Britting, D., & Lusztig, H. (1974). A differential game formulation of the arms race. Journal of Optimization Theory and Applications, 14(4), 591–599. Available at: https://doi.org/10.1007/BF00933406
Correa, H. (2001). Game theory as an instrument for the analysis of international relations. Available at: https://scispace.com/pdf/basic-assumptions-in-game-theory-and-international-relations-4iexbo5lqa.pdf
Fearon, J. D. (1995). Rationalist explanations for war. International Organization, 49(3), 379–414. Available at: https://doi.org/10.1017/S0020818300033324
Fearon, J. D. (1997). Signaling foreign policy interests: Tying hands versus sinking costs. Journal of Conflict Resolution, 41(1), 68–90. Available at: https://doi.org/10.1177/0022002797041001004
Georgiou, H. V. (2015). Elements of game theory – Part I: Foundations, acts and mechanisms. arXiv. Available at: https://arxiv.org/abs/1506.05148
Hafner-Burton, E. M., Kahler, M., & Montgomery, A. H. (2009). Network analysis for international relations. International Organization, 63(3), 559–592. Available at: https://doi.org/10.1017/S0020818309090195
Malafeyev, O. A., Redinskikh, N. D., & Bogachev, S. V. (2023). Game theoretical models of geopolitical processes. Part I. Available at: https://www.researchgate.net/publication/370070938_Game_theoretical_models_of_geopolitical_processes_Part_I
McCarty, N., & Meirowitz, A. (2007). Political game theory: An introduction. Princeton University. Available at: https://www.princeton.edu/~nmccarty/Political_Game_Theory%20.pdf
Midlarsky, M. I. (1988). The onset of world war. Journal of Conflict Resolution, 32(1), 203–260. Available at: https://doi.org/10.1177/0022002788032001008
Osborne, M. J. (2003). An introduction to game theory. Oxford University Press. Available at: https://mathematicalolympiads.files.wordpress.com/2012/08/martin_j-_osborne-an_introduction_to_game_theory-oxford_university_press_usa2003.pdf
Taşcı, D. (2020). Game theory: Importance, applications and contributions in international relations. Available at: https://www.researchgate.net/publication/338844011_GAME_THEORY_Importance_Applications_and_Contributions_in_International_Relations
Tesfatsi, T. (2023). Game theory: Basic concepts and terminology. Iowa State University. Available at: https://faculty.sites.iastate.edu/tesfatsi/files/inline-files/GameDef.pdf
Πηγή εικόινας κειμένου: https://www.linkedin.com/pulse/90-billion-mistake-you-must-avoid-why-being-too-nice-wins-tambey–milwf/