Τα πολλά μέρη του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού

 

Από τον Μάριο-Ιωάννη Σκαρλέτο

 

Εισαγωγή

Το δίκαιο του ανταγωνισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μελετηθεί διαχρονικά και σε μεγάλο βαθμό. Προέκυψε κατά αντίστοιχο τρόπο με το δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης· υπό την ανάγκη να ρυθμιστεί το κοινό οικονομικό πλαίσιο της ΕΟΚ (Πλιάκος,  2018). Επίσης το δίκαιο του ανταγωνισμού αποτελούσαν αρχικά μερικές αποφάσεις του δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και οι κοινές αρχές των κρατών-μελών, ενώ τώρα έχει εμπλουτιστεί και τυποποιηθεί με την Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάπτυξη αυτού του μέρους του δικαίου έχει δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο υπό το οποίο λειτουργεί η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά.

 

Ορισμός επιχείρησης

Οι διαφορετικοί εθνικοί ορισμοί της έννοιας των επιχειρήσεων από την μια και η κοινή οικονομική ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ηπείρου από την άλλη, οδήγησαν στην ανάγκη ενός ενωσιακού ορισμού της επιχείρησης προκειμένου να ρυθμίζονται ζητήματα της κοινής αγοράς και του ανταγωνισμού εντός αυτής. Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ως επιχείρηση κάθε υποκείμενο επιρροής της αγοράς (Απόφαση Höfner και Elser). Υπό αυτήν την έννοια ως επιχείρηση γίνεται να θεωρηθούν, εκτός από εταιρείες, σύλλογοι, συνεταιρισμοί ακόμη και ιδρύματα. Μάλιστα μεμονωμένα νομικά πρόσωπα έχουν θεωρηθεί ως επιχειρήσεις από το δικαστήριο σε συγκεκριμένες υποθέσεις.  Ως εκ τούτου, παρατηρείται από την βιβλιογραφία ότι για το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιχείρηση είναι κάθε υποκείμενο που μπορεί να επηρεάσει το επίπεδο του ανταγωνισμού στην αγορά (Bellodi et al., 2015).

Βέβαια υπάρχουν περαιτέρω ρυθμίσεις που ορίζουν πώς οι επιχειρήσεις ελέγχονται από το ενωσιακό δίκαιο. Σχετικά με τις δημόσιες επιχειρήσεις, μόνο όσες λειτουργούν σαν ιδιώτες  (de iure gestionis) περιορίζονται σχετικά με τον ανταγωνισμό, ενώ μένουν άθικτες εκείνες που υπάρχουν για να ασκούν κρατική εξουσία (de iure imperii). Κατά αυτόν τον τρόπο η ΔΕΗ υπάγεται στο δίκαιο του ανταγωνισμού, όχι όμως τα νοσοκομεία . Επίσης, οι μητρικές και οι θυγατρικές τους εταιρείες θεωρούνται μια επιχείρηση στο συγκεκριμένο πλαίσιο, εφόσον η πρώτη ασκεί σημαντική επιρροή στην επιχειρηματική δράση της δεύτερης. Κατά τον ίδιο τρόπο οι όμιλοι εταιρειων υπολογίζονται νομικά ως μια επιχείρηση όταν η δράση τους είναι ομοιογενής.

 

Δεσπόζουσα θέση

Καθώς το μέγεθος των επιχειρήσεων στην αγορά διαφέρει από υποκείμενο σε υποκείμενο, προκύπτει το ενδεχόμενο μια επιχείρηση να ελέγχει αξιοσημείωτο μέρος της αγοράς. Αυτό το ενδεχόμενο ονομάζεται δεσπόζουσα θέση και σημαίνει ότι μια επιχείρηση έχει μεγαλώσει τόσο, ώστε να έχει απεξαρτηθεί από τον ανταγωνισμό και τις συνθήκες της αγοράς με αποτέλεσμα να μπορεί να μονοπωλήσει. Η συνθήκη της δεσπόζουσας θέσης απέχει αρκετά από το θεωρητικό υπόδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού στο οποίο στοχεύει η Ε.Ε. και στο οποίο οι επιχειρήσεις αδυνατούν να επηρεάσουν μόνες τους την αγορά. Οι μορφές της δεσπόζουσας θέσης περιλαμβάνουν μια επιχείρηση είτε με περισσότερο του 80 τοις εκατό της αγοράς σε καθεστώς μονοπωλίου, ή να κατέχει από 40 έως 50 τοις εκατό της αγοράς σε καθεστώς ολιγοπωλίου.

Εκτός του μεριδίου της αγοράς υπάρχουν και άλλα κριτήρια προσδιορισμού της δεσπόζουσας θέσης (Καρύδης, 2020). Μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση αν επικρατεί σε μέγεθος τόσο αντικειμενικά όσο και σε σχέση με τους λοιπούς ανταγωνιστές της, αν είναι δύσκολη η είσοδος στην αγορά και αν η ίδια η επιχείρηση λειτουργεί μονοπωλιακά. Μάλιστα η δεσπόζουσα θέση μπορεί να κατέχεται από πολλές επιχειρήσεις, εφόσον αυτές δρουν στην αγορά κατά τον ίδιο τρόπο.

Αν και η δεσπόζουσα θέση δεν είναι στοιχείο της ανταγωνιστικής αγοράς, το δίκαιο του ανταγωνισμού επιτρέπει την ύπαρξή της αλλά απαγορεύει την κατάχρησή της κατά το άρθρο 102 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Ο λόγος που η απαγόρευση μένει στην κατάχρηση είναι γιατί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν κρατικά μονοπώλια τα οποία οι χώρες θέλουν να διατηρήσουν ως έναν βαθμό (Πλιάκος, 2018). Ως κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης, θεωρεί η Συνθήκη την άδικη τιμολόγηση των αγορών ή των πωλήσεών, την άνιση συμπεριφορά με τους συναλλασόμενους, την εκούσια αλλαγή της παραγωγής προς ζημιά των καταναλωτών και την επιβολή ζημιογόνων συμβάσεων προς εξαρτημένους της επιχείρησης. Αν αυτά διαπιστωθούν και αναφερθούν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις εγχώριες αρχές θεωρείται ότι έχει νοθευτεί ο ανταγωνισμός.

 

Σύμπραξη

Ο όρος σύμπραξη στο δίκαιο του ανταγωνισμού δηλώνει μια συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμόνιση πολιτικής. Είναι βασικό σημείο του δικαίου του ανταγωνισμού καθώς επιτηρεί το ενδεχόμενο ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων. Οι συμπράξεις δεν είναι ένα παράνομο φαινόμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ωστόσο ελέγχονται αυστηρά. Αυτές γίνονται μεταξύ είτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιχειρήσεων είτε δυνητικά ανταγωνιστικών. Πραγματικός ανταγωνιστής προς μια επιχείρηση θεωρείται όποια επιχείρηση θα προσέφερε με ασήμαντο κόστος ή ήδη προσφέρει  αγαθά ή υπηρεσίες παρόμοια με την άλλη επιχείρηση. Αντίθετα δυνητικός ανταγωνιστής προς μια επιχείρηση είναι όποιος με κόστος και απαραίτητες πρόσθετες επενδύσεις θα παρείχε αγαθά ή υπηρεσίες παρόμοια με την άλλη επιχείρηση. Δηλαδή ο πραγματικός ανταγωνιστής βρίσκεται ήδη εντός της αγοράς, ενώ ο δυνητικός ανταγωνιστής μπορεί να εισέλθει στην αγορά.

Οι συμπράξεις περιορίζονται με ένα ανώτατο όριο προς αυτούς τους δύο τύπους ανταγωνιστών (Κοτσίρης, 2018). Κάθε σύμπραξη επιτρέπεται μεταξύ ανταγωνιστών αν οι ανταγωνιστές αυτοί φθάνουν αθροιστικά το 10% του μεγέθους της αγοράς. Αντίστοιχα μια σύμπραξη ανάμεσα σε μη ανταγωνιστές θεωρείται νόμιμη αν μαζί διαθέτουν το 15% από το σύνολο των δύο αγορών τους. Ωστόσο, αν τουλάχιστον 30% της αγοράς καλύπτεται από τέτοιες συμπράξεις, τότε μεταξύ ανταγωνιστών το ανώτατο όριο κατεβαίνει στο 5%. Κατά αυτόν τον τρόπο βεβαιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι ο ανταγωνισμός στην Ενιαία Εσωτερική Αγορά θα εξακολουθήσει να υπάρχει, και αν ακόμη όλες οι επιχειρήσεις εφαρμόσουν συμπράξεις.

Όμως εκτός από τους περιορισμούς προς αυτήν την επιχειρηματική πολιτική, το ενωσιακό δίκαιο προβλέπει και εξαιρέσεις στο άρθρο 101 της ΣΛΕΕ. Αυτές οι απαλλαγές σύμπραξης χωρίζονται είτε σε ομαδικές είτε σε ατομικές. Από την μια οι ομαδικές απαλλαγές σύμπραξης αφορούν κατηγορίες επιχειρήσεων στις οποίες επιτρέπονται συμπράξεις που σε άλλους τομείς θα απαγορεύονταν. Τέτοιες κατηγορίες είναι η μεταφορά τεχνολογίας, η αυτοκινητοβιομηχανία και οι κάθετες συμφωνίες. Το γενικό κριτήριο για να επιτραπεί μια σύμπραξη που αλλιώς θα θεωρούταν παράνομη, είναι να μην νοθεύει υπερβολικά τον ανταγωνισμό και να στοχεύει στην ευρύτερη ανάπτυξη του κλάδου.

Από την άλλη πλευρά, ατομικές απαλλαγές σύμπραξης αφορούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις και επιτρέπονται κατά περίπτωση. Τα κριτήρια που τις νομιμοποιούν είναι τέσσερα. Πρώτιστα χρειάζεται να συμβάλλει άμεσα και ουσιωδώς στην ανάπτυξη του κλάδου και της οικονομίας. Οι καταναλωτές πρέπει επίσης να επωφελούνται με ένα δίκαιο τμήμα του οφέλους, ενώ ισχύει και η αρχή της αναλογικότητας η οποία επιτάσσει όσο περισσότερο νοθεύεται ο ανταγωνισμός τόσο περισσότερο να είναι το όφελος. Καταληκτικά, χρειάζεται μετά την σύμπραξη να παραμένει σε έναν ικανό βαθμό ο ανταγωνισμός, ώστε να μην καταρρίπτεται απόλυτα ή ουσιαστικά.

 

Κρατικές παρεμβάσεις

Κατά το ενωσιακό δίκαιο οι παρεμβάσεις του κράτους στην εσωτερική αγορά επιτρέπονται είτε αν έχει ορισθεί έτσι από τις συνθήκες είτε αν  το έχει επιτρέψει η Επιτροπή. Ωστόσο η δράση των κρατών γίνεται εφόσον το κράτος μεταχειρίζεται τις δημόσιες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις κατά ίσο τρόπο, με αποτέλεσμα η κρατική οικονομική δραστηριότητα να διέπεται από ιδιωτικά χαρακτηριστικά (Καρύδης, 2020). Σκοπός αυτής της προϋπόθεσης είναι το κράτος, όταν δρα στην αγορά, να μην εκμεταλλεύεται τους πόρους του για να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάριν αν δημιουργείται ένα κρατικό σουπερμάρκετ θα έπρεπε να είχε τιμές αντίστοιχες των ιδιωτικών, προκειμένου να μην επιβληθεί το κράτος στην αγορά.

Από την άλλη για να επιτραπεί μια κρατική ενίσχυση χρειάζεται να προσομοιάζει μιας ιδιωτικής επένδυσης και να εξυπηρετεί έναν κοινωνικό σκοπό ή έναν οικονομικό σκοπό γενικού οφέλους.  Αυτές οι παρεμβάσεις έχουν ένα ανώτατο όριο το οποίο φτάνει τα 200.000 ευρώ ανά επιχείρηση για ήσσονος σημασίας ενισχύσεις και τα 500.000 ευρώ για Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος, όπως εταιρείες αστικών λεωφορείων και ύδρευσης(Κανονισμός 360/2012 της Επιτροπής, ΕΕ). Επίσης οι κρατικές ενισχύσεις πρέπει να διέπονται από διάφορες αρχές που έχει θεσπίσει η Ένωση. Αυτές είναι η συμβολή στην ενίσχυση του γενικοτέρου συμφέροντος της Ένωσης, η αρχή της αναγκαιότητας, η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της διαφάνειας.

Καταληκτικά, παρόλο που κατά κανόνα απαγορεύονται τα κρατικά μονοπώλια, υπάρχουν κι εξαιρέσεις σε αυτόν τον τομέα. Για να λειτουργήσει ένα κρατικό μονοπώλιο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτείται η αποστολή της δημόσιας αυτής επιχείρησης να επιβάλλει την ύπαρξη μονοπωλίου. Επιπρόσθετα δεν πρέπει να επηρεάζει το διακρατικό εμπόριο εντός της Ενιαίας Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε.. Συνεπώς το δίκαιο του ανταγωνισμού επιτρέπει την κρατική παρέμβαση τόσο με την μορφή μονοπωλίων κι επιχειρήσεων όσο και ως ενισχύσεις σε ιδιώτες και μη, εφόσον το κράτος ακολουθεί στην δράση του το πνεύμα και το γράμμα του ενωσιακού δικαίου.

 

Αντιμετώπιση παραβιάσεων

Όταν το δίκαιο του ανταγωνισμού παραβιάζεται, η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί διαδικασίες με τις οποίες επαναφέρει την τάξη σε αυτόν τον τομέα. Πρώτιστα απαιτείται μια καταγγελία η οποία λειτουργεί ως αναφορά προς την Ένωση για την παραβίαση του ανταγωνισμού. Ωστόσο η Επιτροπή μπορεί να εξετάσει τις υποθέσεις και αυτεπάγγελτα, το οποίο σημαίνει ότι χωρίς καταγγελία μπορεί να επιθεωρήσει την κατάσταση, αν η Επιτροπή λάβει γνώση περίο νόθευσης του ανταγωνισμού. Τόσο δημόσιες υπηρεσίες όσο και ιδιώτες μπορούν να πραγματώσουν σχετική καταγγελία και μάλιστα η Ένωση καλεί τους πάντες να αναφέρουν οποιαδήποτε μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού(Whistleblowers and Informants, European Commission, EU). Η καταγγελία χωρίζεται σε τρία μέρη. Αρχικά παρατίθενται πληροφορίες σχετικά με τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο, ύστερα αναγράφονται λεπτομέρειες για τις κατηγορούμενες παραβιάσεις που αποδεικνύουν τόσο την ύπαρξή τους όσο και την νόθευση του ανταγωνισμού και καταληκτικά ο κατήγορος προτείνει πώς πρέπει να δράσει η Ένωση. Οι καταγγελίες προσκομίζονται στην Επιτροπή, η οποία αναλαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο.

Η Επιτροπή, ως “Θεματοφύλακας των Συνθηκών” και του ενωσιακού δικαίου γενικότερα, εξετάζει τις καταγγελίες και αποφασίζει σχετικά με αυτές. Η εξέταση κατανέμεται επίσης σε τρια στάδια. Αρχικά η Επιτροπή συνδιαλέγεται άτυπα με τους κατηγόρους ως προς την εγκυρότητα και την βελτίωση της καταγγελίας. Κατόπιν είτε απορρίπτει την υπόθεση είτε την ερευνά η ίδια περαιτέρω.  Καταληκτικά επικοινωνεί με τον κατηγορούμενο και είτε συνεχίζει την έρευνα είτε την απορρίπτει. Μετά την εξέταση της υπόθεσης, και σε περίπτωση παραβίασης του ανταγωνισμού, η Επιτροπή μπορεί να επικοινωνήσει με τον κατηγορούμενο, προκειμένου να παύσει εκούσια η επιχείρηση την παράνομη δραστηριότητα της. Αν όμως η Επιτροπή κρίνει διαφορετικά ή ο παραβάτης συνεχίζει να παρανομεί, η Επιτροπή μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις.  Οι κυρώσεις μπορεί να αφορούν και παρελθοντικά και σύγχρονα φαινόμενα νόθευσης του ανταγωνισμού, ενώ συνήθης μορφή τους είναι το πρόστιμο.

Εκτός της Επιτροπής και οι εθνικές αρχές μπορούν να ασχοληθούν με περιπτώσεις νόθευσης του ανταγωνισμού μετά τον Κανονισμό 1/2003 του Συμβουλίου της Ε.Ε. Η διαδικασία ορίζεται από την εθνική νομοθεσία και είναι αντίστοιχη με αυτήν της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παραδείγματα σχετικών εγχωρίων αρχών αποτελούν οι κατά χώρες Επιτροπές Ανταγωνισμού και τα εθνικά δικαστήρια και ενεργοποιούνται κυρίως όταν οι υποθέσεις είναι μόνο στο εσωτερικό των κρατών-μελών. Επομένως παρόλο που το δίκαιο του ανταγωνισμού είναι μια αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης, εντούτοις έχουν παραχωρηθεί αρμοδιότητες και στα κράτη μέλη με σκοπό την πληρέστερη εφαρμογή του.

 

Επίλογος

Συμπερασματικά το δίκαιο του ανταγωνισμού καθρεφτίζει τον τρόπο λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ευρύς ορισμός της επιχείρησης καθώς και οι περιορισμοί στην δεσπόζουσα θέση και στην σύμπραξη δείχνουν την κοινωνιοκεντρική οπτική του ενωσιακού δικαίου. Η αγορά παραμένει ελεύθερη, αλλά εξακολουθεί υπό σκιώδη κρατικό έλεγχο, προκειμένου να βεβαιώνεται ότι δεν υποδαυλίζει την κοινωνία. Οι κρατικές παρεμβάσεις λειτουργούν στο μέτρο που δεν αλλοιώνουν τον ανταγωνισμό και το όφελός του προς την κοινωνία και αν το πλαίσιο αυτό διαβρωθεί, βρίσκεται έτοιμος ένας μηχανισμός διόρθωσης . Συνεπώς το κοινωνικό όφελος με την ευρεία έννοια των παραγωγών και των καταναλωτών αποτελεί το κέντρο του δικαίου του ανταγωνισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ωστόσο παρατηρούνται καθυστερήσεις στην εφαρμογή του συγκεκριμένου τύπου δικαίου. Ο βραδυκίνητος μηχανισμός της Επιτροπής και ο έμμεσος χαρακτήρα της ως θεσμός της Ε.Ε. και όχι ενός κράτους-μέλους την αποτρέπει από μια ταχύτερη διαδικασία. Ταυτόχρονα οι υποθέσεις ανταγωνισμού εμπλέκουν πολλούς παράγοντες και δυσεύρετες αποδείξεις και σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατηρούνται φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς που υποβαθμίζουν την επιρροή του δικαίου εν γένει. Τέτοιου είδους αίτια έχουν επιτρέψει και την νόθευση του ανταγωνισμού της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα (Manifold, 2022). Επομένως το δίκαιο του ανταγωνισμού παρά τον κοινωνικό προσανατολισμό και το πλούσιο νομικό πλαίσιο δεν κατορθώνει να επιβληθεί σε όλα τα μέρη της αγοράς.

 

Βιβλιογραφία 

Bellodi, L., & Tosato, G. L. (2015). EU competition law. Claeys and Casteels.

Court of Justice of the European Union. (1991). Höfner and Elser v. Macrotron GmbH (Case C-41/90, ECLI:EU:C:1991:161). European Court Reports, 1991 I-01979. https://eur-lex.europa.eu/resource.html?uri=cellar:1689d986-8f43-4ecc-a389-bb324927dfc5.0007.02/DOC_1&format=PDF

European Commission. (n.d.). Whistleblowers and informants. Competition Policy. Retrieved September 17, 2025, from https://competition-policy.ec.europa.eu/index/whistleblower_en

European Union. (2010). Commission Regulation (EU) No 1217/2010 of 14 December 2010 on the application of Article 101(3) of the Treaty on the Functioning of the European Union to certain categories of research and development agreements. Official Journal of the European Union, L 335, 36–42 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/ALL/?uri=CELEX%3A32010R1217

European Union. (2012). Commission Regulation (EU) No 360/2012 of 25 April 2012 on the application of Articles 107 and 108 of the Treaty on the Functioning of the European Union to de minimis aid granted to undertakings providing services of general economic interest. Official Journal of the European Union, L 114, 8–13 https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A32012R0360

European Union. (n.d.). Glossary of summaries: Competition. EUR-Lex https://eur-lex.europa.eu/EN/legal-content/glossary/competition.html

Καρύδης, Γ. (2020). Ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού & εσωτερικής αγοράς. Νομική Βιβλιοθήκη.

Κοτσίρης, Λ. (2018). Ευρωπαϊκό εμπορικό δίκαιο. Σάκκουλα.

Looijestijn-Clearie, A., Rusu, C. S., & Veenbrick, M. (2017). Boosting the enforcement of EU competition law at the domestic level. Cambridge Scholars Publishing.

Μπάρμπας, Ν. (2022). Στοιχεία δημοσιονομικού δικαίου: Κρατικός προϋπολογισμός, Ελεγκτικό Συνέδριο, δημόσια οικονομικά της Ε.Ε. Σάκκουλα.

Πλιάκος, Α. Δ. (2018). Το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Θεσμικό και ουσιαστικό δίκαιο. Νομική Βιβλιοθήκη.

The Manifold, & Reporters United. (2022, January 27). Ποιος φταίει για την ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα?Reporters United https://www.reportersunited.gr/7579/poios-ftaiei-gia-tin-energeiaki-akriveia-stin-ellada/

Κανονισμός 360/2012 της Επιτροπής, ΕΕ https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX:32012R0360
Whistleblowers and Informants, European Commission, EU https://competition-policy.ec.europa.eu/index/whistleblower_en
Πηγή Εικόνας Κειμένου: https://www.competitionpolicyinternational.com/what-role-for-private-enforcement-in-eu-competition-law-a-religion-in-quest-of-founder/