Γράφει ο Μάριος-Ιωάννης Σκαρλέτος
Εισαγωγή
Η πολιτική ανθεκτικότητα αποτελεί καίριο ζήτημα λόγω της συσχέτισής της με την κατάσταση ή ακόμη και την ύπαρξη της υφιστάμενης πολιτείας. Η συσχέτιση αυτή οφείλεται στον ίδιο τον ορισμό της ανθεκτικότητας. Κατά τον Τομπάλογλου, η ανθεκτικότητα ορίζεται ως «η ικανότητα ενός συστήματος να αντιμετωπίζει, να προσαρμόζεται και να ανακάμπτει από διαταραχές και κρίσεις».
Η σημασία της πολιτικής ανθεκτικότητας, πέρα από το ότι είναι διαχρονική λόγω της συνεχούς ύπαρξης κρίσεων, είναι ιδιαίτερα αυξημένη σήμερα, καθώς τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της Ελλάδας παρατηρούνται αλλαγές που προκαλούν αναταραχές και κρίσεις. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να αναλυθούν τμήματα της νεοελληνικής πολιτικής ιστορίας που σημαδεύτηκαν από εσωτερικές ή εξωτερικές κρίσεις, να εξεταστεί ο σημερινός βαθμός πολιτικής ανθεκτικότητας συγκριτικά με παλαιότερες περιόδους, καθώς και η ίδια η φύση της πολιτικής αστάθειας υπό το πρίσμα και των δύο ειδών κρίσεων.
Για την παρούσα έρευνα επιλέχθηκαν τέσσερις περιπτώσεις της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: δύο πριν και δύο κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Και για τις δύο περιόδους, μία από τις δύο επιλεγμένες περιπτώσεις αφορά εξωτερική κρίση και μία εσωτερική κρίση, ώστε να διασφαλιστεί η πληρότητα των ιστορικών τεκμηρίων. Συγκεκριμένα, θα γίνει αναφορά στην οικονομική κρίση του 1929-1932, στη δολοφονία του Γρηγορίου Λαμπράκη το 1963, στο σκάνδαλο Κοσκωτά του 1988-1989 και στην οικονομική κρίση χρέους του 2009-2018.
Οικονομική κρίση 1929-1932
Η διεθνής οικονομική κρίση του 1929 έπληξε την Ελλάδα με καθυστέρηση, το 1930, όταν η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειψε τη σύνδεση της λίρας με τον χρυσό(Μαρκεζίνης, 1973). Η δραχμή, η οποία είχε πρόσφατα συνδεθεί με τη λίρα για λόγους νομισματικής σταθερότητας, βρέθηκε χωρίς αντίκρισμα. Η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αρχικά συνδέοντας τη δραχμή με το αμερικανικό δολάριο και, στη συνέχεια, εφαρμόζοντας το σύστημα εμπορικού συμψηφισμού(clearing) (Μπρεγιάννη, 2016). Ωστόσο, τα μέτρα αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά, προκάλεσαν αντιδράσεις λόγω της αντισυνταγματικότητάς τους και συνοδεύτηκαν από κύμα απεργιών. Η πολιτική πίεση οδήγησε τελικά στην παραίτηση της κυβέρνησης.
Η αποχώρηση του Βενιζέλου σηματοδότησε την πρώτη πολιτική συνέπεια της εξωτερικής οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Τον διαδέχθηκε ο Παναγής Τσαλδάρης, επικεφαλής κυβέρνησης συνεργασίας του αντιβενιζελικού χώρου(Μπρεγιάννη, 2016). Όμως, η κρίση επιδείνωσε μια ήδη έντονη πολιτική πόλωση, που είχε τις ρίζες της στον Εθνικό Διχασμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αδυναμία επίτευξης πολιτικής συναίνεσης οδήγησε σε δύο αποτυχημένες βενιζελικές απόπειρες πραξικοπήματος, σε μαζικές απεργίες και σε στρατιωτική επέμβαση στην πολιτική σκηνή, με το πραξικόπημα του Κονδύλη να επαναφέρει τη βασιλική οικογένεια μέσω νόθου δημοψηφίσματος.
Η κορύφωση της αποσταθεροποίησης ήρθε το 1936, όταν η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας ώθησε τα κόμματα να στηρίξουν τον βασιλικό Ιωάννη Μεταξά. Με τη στήριξη του βασιλιά, ο Μεταξάς κατέλυσε τον κοινοβουλευτισμό και επέβαλε δικτατορία (Μαρκεζίνης, 1973).
Η Μπρεγιάννη επισημαίνει ότι ο πολιτικός αυταρχισμός της περιόδου είχε κοινές ρίζες με τον «οικονομικό αυταρχισμό» που εκφράστηκε μέσω του συστήματος clearing. Ο Μαρκεζίνης προσθέτει ότι η πεποίθηση ορισμένων φιλελεύθερων πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του Βενιζέλου, πως τα αυταρχικά καθεστώτα αντιμετώπιζαν αποτελεσματικότερα την κρίση από τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ενίσχυσε την αποδοχή αντιδημοκρατικών λύσεων. Επιπλέον, η ίδια η κρίση κινητοποίησε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού στην πολιτική συμμετοχή, προσφέροντας κοινωνική βάση σε αυταρχικές επιλογές.
Δολοφονία Γρηγορίου Λαμπράκη 1963
Το δεύτερο παράδειγμα από την προ της Μεταπολίτευσης περίοδο αφορά τη δολοφονία του βουλευτή Πειραιά με την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά(ΕΔΑ), του κυριότερου αριστερού κόμματος της μεταπολεμικής Ελλάδας, Γρηγορίου Λαμπράκη. Ο Λαμπράκης υπήρξε βαλκανιονίκης, υφηγητής στη μαιευτική και δραστήριος ακτιβιστής υπέρ της ειρήνης με δράση τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Είχε πρωτοστατήσει σε πρωτοβουλίες για τον πυρηνικό αφοπλισμό και την απελευθέρωση πολιτικών κρατουμένων(Λιναρδάτος, 2010). Κατά τον Λιναρδάτο, η ακτιβιστική του δράση τον έφερε σε σύγκρουση με τα Ανάκτορα και το παρακράτος, υπό την επιρροή του μετέπειτα δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου, ενώ η ανοχή ή αδράνεια της αστυνομίας δημιούργησε τις συνθήκες για τη δολοφονία του στη Θεσσαλονίκη, στις 22 Μαΐου 1963.
Η δολοφονία προκάλεσε πολιτικό σεισμό. Την επόμενη ημέρα, η Αθήνα συγκλονίστηκε από διαδηλώσεις, ενώ το πολιτικό κόστος έπληξε κυρίως την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σύμφωνα με την παράδοση -αν και το αρνήθηκαν τόσο ο ίδιος όσο και ο αντιπρόεδρος Παναγιώτης Κανελλόπουλος- ο Καραμανλής, όταν ενημερώθηκε για το γεγονός, αναρωτήθηκε: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;»(Λιναρδάτος, 2010). Η ΕΔΑ, σε έκτακτη διάσκεψη, κατηγόρησε ευθέως την κυβέρνηση και απαίτησε παραιτήσεις πολιτικών, δικαστικών και αστυνομικών αξιωματούχων. Η αντιπολίτευση της Ένωσης Κέντρου, με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, αξιοποίησε το γεγονός για να εντείνει τον «ανένδοτο αγώνα» που είχε ξεκινήσει από το 1961 με αφορμή τις καταγγελίες για νοθεία στις εκλογές. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης(ΕΡΕ) αντέτεινε κατηγορίες περί πολιτικής συκοφαντίας, ενώ η αντιπαράθεση μετατράπηκε σε αμοιβαίες κατηγορίες περί ηθικής ευθύνης για το έγκλημα.
Η δολοφονία είχε όμως και βαθύτερες θεσμικές προεκτάσεις. Μέλη και συνεργοί του εγκλήματος συνδέθηκαν αργότερα με την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών(ΚΥΠ) και ορισμένοι απέκτησαν καίριους ρόλους στη Χούντα των Συνταγματαρχών. Το Παλάτι, αν και διαδραμάτιζε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική ζωή, απέφυγε να τοποθετηθεί δημοσίως για το γεγονός, στοιχείο που ενίσχυσε τις υποψίες περί ανοχής ή συνενοχής. Παράλληλα, η νεολαία κινητοποιήθηκε μαζικά, οργανώνοντας διαδηλώσεις σε αστικά κέντρα και κλιμακώνοντας την πολιτική ένταση(Λιναρδάτος, 2010).
Το άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης Καραμανλή, επισήμως λόγω διαφωνίας με τον βασιλιά Παύλο σχετικά με τη ματαίωση της προγραμματισμένης βασιλικής επίσκεψης στο Λονδίνο, για να αποφευχθούν επεισόδια που θα αναδείκνυαν τη δυσμενή πολιτική κατάσταση. Η αποχώρηση του Καραμανλή σήμανε το τέλος μίας συνεχούς οκταετούς διακυβέρνησης και άνοιξε τον δρόμο για την εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου. Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό του Ιουνίου 1963 παρέμενε πολωμένο, με διαδηλώσεις, σφοδρό ανταγωνισμό μεταξύ και εντός των κομμάτων, ένα παλάτι που παρενέβαινε ενεργά και ένα παρακράτος που, σύμφωνα με τον Λιναρδάτο, υπήρξε ο μεγάλος ωφελημένος από τη δολοφονία.
Από την οπτική της πολιτικής ανθεκτικότητας, η δολοφονία Λαμπράκη ανέδειξε την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να προστατεύσει τους θεσμούς και τους εκλεγμένους εκπροσώπους από παράνομες και βίαιες παρεμβάσεις. Η εμπλοκή ή η ανοχή κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, η έλλειψη πολιτικής συναίνεσης και η θεσμική αδράνεια απέναντι στη βία οδήγησαν σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση, συμβάλλοντας στην πορεία προς τη θεσμική κρίση που κορυφώθηκε με τη δικτατορία του 1967.
Σκάνδαλο Κοσκωτά 1988-1989
Το πρώτο παράδειγμα από την περίοδο της Μεταπολίτευσης αφορά το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο συγκλόνισε εκ των έσω την πολιτική ζωή της χώρας. Το ιστορικό των γεγονότων, όπως καταγράφεται στο σχετικό πόνημα του εισαγγελέα Γεωργίου Κουβέλη που διεξήγαγε την προκαταρκτική εξέταση, ξεκινά στα τέλη Ιουνίου 1988, επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου.
Την περίοδο εκείνη, πολλά δημοσιεύματα κατηγόρησαν τον επιχειρηματία, τραπεζίτη και ιδιοκτήτη της Τράπεζας Κρήτης, Γεώργιο Κοσκωτά, για υπεξαίρεση άνω των 16 δισεκατομμυρίων δραχμών από καταθέσεις πελατών, καθώς και για παράνομη συνέργεια της κυβέρνησης. Η έρευνα αποκάλυψε ότι ο Κοσκωτάς, μετά από δεκαετή διαμονή στις ΗΠΑ όπου απέκτησε βαρύ ποινικό μητρώο λόγω πλαστογραφιών, επέστρεψε στην Ελλάδα με 10 εκατομμύρια δολάρια. Με πλαστό μεταπτυχιακό δίπλωμα προσελήφθη στην Τράπεζα Κρήτης, την οποία στη συνέχεια αγόρασε με κεφάλαια από τις αρχικές του καταθέσεις και άλλες άγνωστες πηγές. Παράλληλα, απέκτησε την ΠΑΕ Ολυμπιακός και ίδρυσε την εκδοτική εταιρεία «ΓΡΑΜΜΗ Α.Ε.», εξοπλισμένη με υπερσύγχρονα μέσα, η οποία εξέδιδε εφημερίδες και περιοδικά. Η πορεία των ερευνών παρεμποδίστηκε τόσο από τον ίδιο όσο και από ανώτερους δικαστικούς λειτουργούς.
Μετά την προκαταρκτική εξέταση, το ΠΑΣΟΚ, ως κυβερνών κόμμα, κατηγορήθηκε για συνέργεια. Αρχικά διατήρησε στάση προστασίας απέναντι στον Κοσκωτά, όμως όταν η δικαστική έρευνα επιβεβαίωσε τις κατηγορίες, η στάση αυτή ανατράπηκε. Παρά τη θεωρητική επιτήρησή του, ο Κοσκωτάς κατόρθωσε να διαφύγει στη Βραζιλία και να εξασφαλίσει βίζα παραμονής.
Το 1989, έτος εκλογών, το σκάνδαλο κυριάρχησε στον δημόσιο διάλογο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ηττήθηκε, με την πλειοψηφία των εδρών να περνά στη Νέα Δημοκρατία. Η νέα πολιτική πλειοψηφία μετέφερε την υπόθεση στη Βουλή, η οποία, βάσει του νόμου «περί ευθύνης υπουργών», αποφάσισε την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο του πρώην πρωθυπουργού και τριών πρώην υπουργών του(Οικονομικών, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης). Το Δικαστήριο αθώωσε τον Παπανδρέου, καταδίκασε τον πρώην υπουργό Οικονομικών σε φυλάκιση ενός έτους και πρόστιμο 700.000 δραχμών και τον πρώην υπουργό Δημόσιας Τάξης σε φυλάκιση 10 μηνών. Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά είχε έντονες πολιτικές προεκτάσεις: έπληξε προσωρινά την εικόνα του ΠΑΣΟΚ, έθεσε υπό αμφισβήτηση την ακεραιότητα του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος και ενίσχυσε τη δυσπιστία των πολιτών προς τους θεσμούς. Παρά το βραχύβιο πλήγμα, η πολιτική ανθεκτικότητα του κόμματος αποδείχθηκε ισχυρή, καθώς το ΠΑΣΟΚ επανήλθε στην εξουσία το 1996, υπό τον Κώστα Σημίτη. Ωστόσο, η υπόθεση αποκάλυψε την ευαλωτότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος σε φαινόμενα διαφθοράς και την περιορισμένη του ικανότητα να αποτρέψει ή να διαχειριστεί τέτοιες κρίσεις χωρίς να υποστεί θεσμική φθορά.
Οικονομική κρίση χρέους 2009-2018
Σύμφωνα με το έργο του Γεωργίου Δερτιλή για την ελληνική ιστορία(1700–2015), η κρίση χρέους που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα το 2009 αποτέλεσε το σοβαρότερο πλήγμα στην οικονομία και την πολιτική σταθερότητα από τη Μεταπολίτευση. Μετά την κατάρρευση του αμερικανικού χρηματιστηρίου το 2008, οι διεθνείς αγορές θεώρησαν πιθανή την ελληνική χρεοκοπία, βασιζόμενες στις δηλώσεις της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή για δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 6%. Στην πραγματικότητα, το έλλειμμα ήταν πολύ μεγαλύτερο, γεγονός που ο πολιτικός του αντίπαλος, Γεώργιος Ανδρέας Παπανδρέου, αξιοποίησε στην προεκλογική εκστρατεία του, οδηγώντας το ΠΑΣΟΚ σε εκλογική νίκη το 2009.
Μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, ο Παπανδρέου ανακοίνωσε ότι το πραγματικό έλλειμμα έφτανε το 12,5%, γεγονός που προκάλεσε αναταραχή στις αγορές και επιδείνωσε την αξιοπιστία της χώρας. Το 2010, η κυβέρνηση ζήτησε επίσημα βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση(ΕΕ). Παρά την αντίθεση της Νέας Δημοκρατίας και της Αριστεράς σε κάθε μορφή ξένης οικονομικής αρωγής, η Βουλή ενέκρινε δάνειο ύψους 110 δισ. ευρώ, συνοδευόμενο από αυστηρά μέτρα λιτότητας και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις -το πρώτο «Μνημόνιο».
Η αδυναμία σταθεροποίησης της οικονομίας οδήγησε στην ψήφιση ενός δεύτερου Μνημονίου, προτεινόμενου από την ΕΕ, το ΔΝΤ και την Τρόικα. Η κοινωνική δυσαρέσκεια κορυφώθηκε, και στις εκλογές του 2012 η Νέα Δημοκρατία επικράτησε, σχηματίζοντας κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, συνεχίζοντας την πολιτική των Μνημονίων. Ωστόσο, η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ και οι εσωτερικές τριβές οδήγησαν σε πρόωρες εκλογές.
Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε την εξουσία, σχηματίζοντας κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ. Η νέα κυβέρνηση επεδίωξε την κατάργηση των μνημονιακών ρυθμίσεων, ξεκινώντας σκληρές διαπραγματεύσεις με τους εταίρους. Το αδιέξοδο οδήγησε στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων(capital controls) και σε σενάρια εξόδου από το ευρώ. Το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, με ασαφές ερώτημα, κατέληξε σε «Όχι», το οποίο ερμηνεύθηκε από πολλούς ως απόρριψη της παραμονής στην Ευρωζώνη. Παρά το αποτέλεσμα, η Βουλή ενέκρινε τρίτο Μνημόνιο.
Στις επόμενες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ επανεξελέγη και συνέχισε την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής. Η Ελλάδα εξήλθε επίσημα από τα Μνημόνια το 2018, με τη δημόσια ζωή να εισέρχεται σε περίοδο σχετικής πολιτικής ομαλότητας.
Η κρίση χρέους δοκίμασε σοβαρά την πολιτική ανθεκτικότητα του ελληνικού συστήματος: προκάλεσε αλλεπάλληλες κυβερνητικές αλλαγές, όξυνε τον πολιτικό διχασμό και ενίσχυσε την επιρροή λαϊκιστικών δυνάμεων, αλλά τελικά δεν ανέτρεψε τη θεσμική συνέχεια της χώρας ούτε οδήγησε σε αποχώρηση από την Ευρωζώνη.
Συμπεράσματα
Από τα παραπάνω ιστορικά δεδομένα προκύπτουν πολλαπλά συμπεράσματα για την πολιτική ανθεκτικότητα της Ελλάδας και τις διαφορετικές επιδράσεις εσωτερικών και εξωτερικών κρίσεων. Οι εσωτερικές κρίσεις της δολοφονίας Λαμπράκη και του σκανδάλου Κοσκωτά μπορούν να συγκριθούν με την επίδραση του δυστυχήματος των Τεμπών στη σύγχρονη πολιτική σκηνή.
Είναι σαφές ότι οι κρίσεις προ Μεταπολίτευσης είχαν εντονότερες συνέπειες και, συχνά, κατέληγαν στην κατάλυση της Δημοκρατίας, ενώ σήμερα η πολιτική ανθεκτικότητα είναι ισχυρότερη. Αυτό αποδίδεται στην εξάλειψη βαθιών διχασμών και στην αποδυνάμωση εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων που υπονόμευαν τη σταθερότητα, όπως ο εμφύλιος διχασμός του Μεσοπολέμου και του Ψυχρού Πολέμου. Τα κόμματα πλέον μπορούν να αντέξουν το πολιτικό κόστος ενός σκανδάλου ή να συνεργαστούν σε κρίσεις, όπως το 2012.
Η διεθνής συγκυρία επίσης συντελεί: η Μεταπολίτευση εκτυλίσσεται σε περιβάλλον ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και αμερικανικής υπεροχής, γεγονός που περιορίζει διεθνείς εντάσεις και στηρίζει την πολιτική σταθερότητα. Αντίθετα, κρίσεις όπως του 1932 ή του 1963 ξέσπασαν σε διεθνώς ταραγμένες εποχές.
Παρατηρείται ότι και οι εσωτερικές και οι εξωτερικές κρίσεις πλήττουν τον εκάστοτε κυβερνώντα. Ωστόσο, οι εξωτερικές κρίσεις, λόγω της δυσκολίας επίλυσής τους, εξαντλούν διαδοχικές κυβερνήσεις και πιέζουν συνολικά το πολιτικό σύστημα, ενώ οι εσωτερικές συνήθως περιορίζονται σε πλήγμα για μία κυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, το δυστύχημα των Τεμπών έχει ιδιαιτερότητα: η ευθύνη αγγίζει και τα τρία μεγάλα κόμματα της Μεταπολίτευσης, που εξακολουθούν να διαθέτουν ισχυρή εκλογική βάση. Έτσι, λείπει η πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει την κρίση για ανατροπή της κυβέρνησης. Επιπλέον, όπως στις περιπτώσεις Λαμπράκη και -σε μικρότερο βαθμό- Κοσκωτά, η απονομή δικαιοσύνης αναμένεται να καθυστερήσει και να είναι ηπιότερη από τις προσδοκίες των θυμάτων.
Βιβλιογραφία
Gotzaridis, E. (2016). A pacifist’s life and death: Grigorios Lambrakis and Greece in the long shadow of civil war. Cambridge Scholars Publishing.
Δερτιλής, Γ. Β. (2018). Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1750–2015. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Κουβέλης, Γ. (2011). Το σκάνδαλο Κοσκωτά.
Λιναρδάτος, Σ. (2010). Από τον εμφύλιο στη Χούντα. 4: 1963–1967. Το Βήμα. (Πρωτότυπη έκδοση 1988)
Μαρκεζίνης, Σ. (1978). Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος (1920–1936), Τόμος 3ος: 1924–1932. Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος.
Μπρεγιάννη, Κ. (2018). Η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου και η Ελλάδα (1929–1935). Νεοελληνικά Ιστορικά, 5(3), 32–33.
Τομπάλογλου, Δ. (2024). Η έννοια της ανθεκτικότητας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ
Ελληνική Δημοκρατία. (2003). Νόμος 3126/2003: Ποινική ευθύνη των Υπουργών. ΦΕΚ Α΄ 66/19.3.2003.