Ο ρόλος των διεθνών οργανισμών στην διαχείριση κρίσεων. Μια συγκριτική ανάλυση του ΟΗΕ και του ΝΑΤΟ

Γράφει ο Μάριος-Ιωάννης Σκαρλέτος

 

 

Εισαγωγή

Κατά τη νεότερη και σύγχρονη εποχή παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση του αριθμού των διεθνών διακυβερνητικών οργανισμών, οι οποίοι σήμερα υπερβαίνουν τους 300, σύμφωνα με στοιχεία του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας. Παρά τον μεγάλο αυτό αριθμό, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) κατέχουν εξέχουσα θέση στον διεθνή δημόσιο λόγο, διατηρώντας ιδιαίτερη πολιτική και θεσμική βαρύτητα σε σχέση με άλλους οργανισμούς.

Αμφότεροι οργανισμοί διακρίνονται για τη μοναδικότητα τους. Ο ΟΗΕ αποτελεί τον πλέον πολυμελή διακυβερνητικό οργανισμό, με 193 κράτη-μέλη που αντιπροσωπεύουν σχεδόν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Ακόμα, συγκαταλέγεται στους μακροβιότερους διεθνείς οργανισμούς, συμπληρώνοντας οκτώ δεκαετίες συνεχούς λειτουργίες από την ίδρυση του το 1945. Αντιστοίχως, το ΝΑΤΟ, που συμπληρώνει 76 έτη από την ίδρυση του τον Απρίλιο του 1949, αναγνωρίζεται ομοίως από τις μακροβιότερες πολυμερείς στρατιωτικές συμμαχίες στην ιστορία. Σήμερα, αριθμεί 32 κράτη μέλη, γεγονός που αντανακλά τη διαρκή γεωπολιτική του διερεύνηση και τη στρατηγική του σημασία.

Παρ’ όλα αυτά, η ιδιαίτερη βαρύτητα που αποδίδεται τόσο στον ΟΗΕ όσο και στο ΝΑΤΟ δεν προκύπτει απλώς από τη χρονική διάρκεια λειτουργίας τους ή τον αριθμό των μελών τους, αλλά εδράζεται πρωτίστως στον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν στη διαχείριση διεθνών κρίσεων, επηρεάζοντας ουσιωδώς τις παγκόσμιες ισορροπίες ασφάλειας και συνεργασίας.

Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης θα εξεταστούν τα δύο ιστορικά παραδείγματα διεθνοποιημένων κρίσεων, αφενός του Πολέμου του Κόλπου (1991) και αφετέρου του Κυπριακού Ζητήματος από το 1963 έως και το 1974. Η επιλογή των δύο αυτών περιπτώσεων βασίζεται στην διεθνή απήχηση, καθώς είναι γεγονός ότι και στις δύο κρίσεις ενεπλάκησαν ενεργά τόσο ο ΟΗΕ όσο και το ΝΑΤΟ. Μετά την εξέταση και συγκριτική ανάλυση των δύο παραδειγμάτων, θα επιχειρηθεί η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τον ρόλο, την στάση και την αποτελεσματικότητα των δύο οργανισμών στη διαχείριση διεθνών συγκρούσεων και κρίσεων.

Ο Πόλεμος του Κόλπου (1991)

Ο Πόλεμος του Κόλπου ήταν η πολεμική ρήξη ενός πολυεθνικού συνασπισμού υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών κατά του Ιράκ το 1991, εξαιτίας της εισβολής του Ιράκ στο Κουβέιτ, την 1η Αυγούστου του 1990. Ο Σαντάμ Χουσεΐν αιτιολόγησε την εισβολή σε ψευδείς κατηγορίες εννοώντας πως το Κουβέιτ διύλιζε παράνομα και πλαγίως πετρελαϊκές πηγές του Ιράκ. Όμως, κατά τον Fred Halidays, το Ιράκ σκόπευε να ανορθωθεί οικονομικά και εξωτερικά μέσω του πετρελαϊκού πλούτου του Κουβέιτ, που έφτανε σχεδόν το ⅓ του εξωτερικού δανεισμού του Ιράκ. Η κρίση αυτή ενέπλεξε και τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ.

Ως απάντηση στην εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ, το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΣΑ/ΟΗΕ) κατεδίκασε απερίφραστα την επίθεση και προχώρησε στην επιβολή κυρώσεων μέσω του ψηφίσματος 661(661/1990 ΣΑ/ΟΗΕ). Το ΣΑ/ΟΗΕ, το οποίο φέρει την κύρια ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, αποτελείται από πέντε μόνιμα μέλη με δικαίωμα βέτο (Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσία και Κίνα) και δέκα μη μόνιμα μέλη που εκλέγονται ανά διετία από τη Γενική Συνέλευση(Cassese, 2005). Παρά την επιβολή των κυρώσεων, το ιρακινό καθεστώς δεν υποχώρησε και συνέχισε την κατοχή του Κουβέιτ, αψηφώντας τη διεθνή πίεση.

Η διατήρηση του νέου status quo, προκάλεσε περαιτέρω ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας κατά του Ιράκ. Ο στόχος του Οργανισμού ήταν η επαναφορά της προ του πολέμου κατάστασης και σταθερότητας, όμως σύμφωνα με τον P. Hunt αυτοί οι στόχοι εξέφραζαν έμμεσα αμερικανικά συμφέροντα. Η έντονη παρουσία των ΗΠΑ φαίνεται και από τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στις σχετικές διεργασίες του Συμβουλίου Ασφαλείας. Σε τοποθέτησή του στο Πεντάγωνο, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Τζόρτζ Μπους ανέφερε “Η ελεύθερη ροή πετρελαίου υπήρξε αναγκαία για να προστατεύσουμε τις εργασίες μας, τον τρόπο ζωής μας, την ελευθερία την δική μας, των φιλικών χωρών και του κόσμου”(Koshy, 1997). Η κλιμάκωση των ψηφισμάτων έφτασε στις 29 Νοεμβρίου του 1990 με το ψήφισμα 678(678/1990 ΣΑ/ΟΗΕ).

Σύμφωνα με αυτό το ψήφισμα το Συμβούλιο Ασφαλείας έθεσε ως ύστατη προθεσμία της ιρακινής εκκένωσης του Κουβέιτ τις 15 Ιανουαρίου 1991. Αν το Ιράκ δεν υπάκουε, είχε την δυνατότητα να καλέσει μέσα από το ψήφισμα όλα τα μέλη που αναγνώριζαν την νόμιμη κυβέρνηση του Κουβέιτ, να χρησιμοποιήσουν όλα τα αναγκαία μέσα για την παλινόρθωση της νόμιμης κυβέρνησης. Ενδεχόμενοι παράγοντες για την επιλογή της 15ης Ιανουαρίου προβάλλονται από τον Koshy τα εμπόδια της δυσκολίας διατήρησης της στρατιωτικής και διπλωματικής υποστήριξης καθώς και το Ραμαζάνι που θα υπονόμευε την προσπάθεια του ΟΗΕ. Παρά την κριτική προς την βιασύνη και την ασάφεια του ψηφίσματος περί των “αναγκαίων μέσων” το Ψήφισμα πέρασε και εξουσιοδότησε έμμεσα τον Πόλεμο του Κόλπου.

Η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον, αν και δεν εξουσιοδοτήθηκε άμεσα, ανέλαβε πρωτοβουλία. Πιο συγκεκριμένα, μετά τον πόλεμο στο Βιετνάμ, οι ΗΠΑ δεν ήθελαν να πολεμήσουν πάλι μόνες σε χώρα του λεγόμενου τότε τρίτου κόσμου. Συνεπώς, αν και το ΝΑΤΟ δεν συμμετείχε επίσημα στον πόλεμο, η συμβολή του υπήρξε σημαντική. Όλα τα μέλη της Συμμαχίας συμμετείχαν άμεσα στον συνασπισμό των Ηνωμένων Εθνών υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και οι υποδομές του ΝΑΤΟ συνέδραμαν σημαντικά στον εφοδιασμό και την μεταφορά των στρατευμάτων (Aguirro,1992). Αμέσως μετά την λήξη της προθεσμίας ο πολυεθνικός συνασπισμός 42 χωρών από το ΝΑΤΟ, την Αμερική και τον Αραβικό κόσμο, πραγμάτωσε την γνωστή επιχείρηση “Καταιγίδα της Ερήμου” και στις 28 Φεβρουαρίου απελευθέρωσε το Κουβέιτ, εξωθώντας το Ιράκ σε ανακωχή την ίδια ημέρα. Αξιοσημείωτα είναι τα λόγια του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Περέζ ντε Κουέλαρ “Δεν ήταν πόλεμος του ΟΗΕ, ο στρατηγός Σβάρτσκοπφ(Διοικητής του Συνασπισμού) δεν φορούσε κυανό κράνος”.

Μετά τον πόλεμο του Κόλπου η κρίση διευθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Ψήφισμα 687 (687/1990 ΣΑ/ΟΗΕ). Το Ιράκ υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις για τις καταστροφές του πολέμου, να καταστρέψει υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ τα όπλα μαζικής καταστροφής που υποστήριζε τότε πως διέθετε, καθώς και να αποστρατιωτικοποιήσει τα σύνορά του με το Κουβέιτ. Δεν ανατράπηκε το καθεστώς Χουσεΐν εξαιτίας της αρχής της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις(Koshy, 1998).

Κυπριακό Ζήτημα 1963-1974

Η ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου το 1960 οδήγησε στη δημιουργία ενός κράτους με μοναδικά χαρακτηριστικά, διαφοροποιημένου από το σύνηθες πρότυπο αποαποικιοποίησης που ακολούθησαν άλλες πρώην αποικίες ευρωπαϊκών δυνάμεων την ίδια περίοδο. Αν και η Κυπριακή Δημοκρατία αναγνωρίστηκε ως πλήρως κυρίαρχο κράτος, το νέο συνταγματικό και διεθνές καθεστώς της διέφερε σημαντικά. Προβλέφθηκε η παρουσία τριών εγγυητριών δυνάμεων (Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο Βασίλειο), η θεσμική αναγνώριση δύο εθνοτικών κοινοτήτων, των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, καθώς και η διατήρηση δύο βρετανικών κυρίαρχων στρατιωτικών βάσεων στο έδαφος της πρώην αποικίας. Το πολύπλοκο αυτό σύστημα αποτέλεσε προϊόν συμβιβασμών μεταξύ εσωτερικών και διεθνών παραγόντων, επηρεάζοντας καθοριστικά την πολιτική εξέλιξη του νησιού.

Η νέα κατάσταση δημιούργησε ένα περίπλοκο σύνταγμα το οποίο ο τότε Πρόεδρος της Κύπρου και Αρχιεπίσκοπος της νήσου, Μακάριος, επεθύμησε να τροποποιήσει τρια χρόνια ύστερα με τα 13 σημεία του. Αυτές οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις στόχευαν να περιορίσουν τον δικοινοτικό χαρακτήρα της πολιτείας και προκάλεσαν ταραχές μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η κλιμάκωση αυτών των ταραχών προκάλεσε το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και των σχετικών με την Κύπρο χωρών.

Τον Ιανουάριο του 1964 προτάθηκε από τις ΗΠΑ και την Βρετανία η αποστολή ειρηνευτικής δύναμης στην Κύπρο από το ΝΑΤΟ ύψους 10.000 ανδρών απαρτιζόμενη από κάθε κράτος-μέλος(Ιωσήφ, 2000). Την πρόταση απέρριψαν τόσο η Ελλάδα όσο και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος διατηρούσε βαθιά δυσπιστία απέναντι στις νατοϊκές δυνάμεις, λόγω της συστηματικής εύνοιας που, κατά την άποψή του, επέδειξαν προς την Τουρκία για λόγους στρατηγικής σημασίας (Τζερμίας, 2004). Χωρίς να απευθυνθεί στο ΝΑΤΟ, ο Μακάριος προτίμησε την αρωγή του ΟΗΕ, τόσο για την περαιτέρω νομιμοποίηση που εγγυούνταν μία τέτοια ενέργεια, όσο και για την ενίσχυση που θα λάμβανε από μια αποστολή ειρηνευτικής δύναμης υπό τον Οργανισμό.

Η προσφυγή του αρχιεπισκόπου στα Ηνωμένα Έθνη έγινε σε διττή βάση, τόσο προς το Συμβούλιο Ασφαλείας όσο και στην Γενική Συνέλευση . Παρά το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση και η Ελλάδα τάχθηκαν υπέρ του Μακάριου, ενώ η Βρετανία, η Τουρκία και οι Ηνωμένες Πολιτείες τήρησαν αντίθετη στάση, το 1964 αποφασίστηκε η αποστολή διαμεσολαβητή των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο, προκειμένου να διευκολυνθεί η ειρηνική επίλυση της κρίσης στο νησί. Ακόμα, εγκαταστάθηκε ειρηνευτική δύναμη(UNFICYP), με αρχική ισχύ περίπου 6.300 ανδρών, προκειμένου να διατηρηθεί η ειρήνη. Ωστόσο, το 1974 η δύναμη αυτή μειώθηκε σε περίπου 2.300 άνδρες(James,1989). Έναν χρόνο αργότερα, υπερψηφίσθηκε η έκκληση του Προέδρου της Κύπρου στην Γενική Συνέλευση να γίνει σεβαστή η αυτοδιάθεση του κυπριακού λαού, όπως την εξέφραζε ο ίδιος ως αρχηγός της κυβέρνησης με 47 υπέρ, 54 αποχές και 5 κατά (Ιωσήφ, 2000). Τα ψηφίσματα αυτά ενίσχυσαν την θέση του Μακαρίου στην Κύπρο.

Η εμπλοκή του ΟΗΕ αποκλιμάκωσε τις ταραχές καθώς και το Κυπριακό ζήτημα, ενώ επίσης ο διαμεσολαβητής των Ηνωμένων Εθνών συνέγραψε το γνωστό Σχέδιο Πλάζα στο οποίο υποστήριζε την πολιτική του Μακαρίου, αδυνατώντας όμως να μεταβάλει το τοπίο. Το Κυπριακό ζήτημα αναζωπυρώθηκε όταν στις 15 Ιουλίου 1974 πραγματώθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα στην Κύπρο με την βοήθεια της ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος και προς εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων “νατοποΐησης” του νησιού. Ο Μακάριος κατόρθωσε να ξεφύγει στα Ηνωμένα Έθνη, όπου ζήτησε βοήθεια για την επαναφορά της νόμιμης τάξης. Υπό αυτές τις συνθήκες επήλθαν δυο τουρκικές εισβολές που εντός ενός μήνα κατέλαβαν το ⅓ της νήσου. Μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης εισβολής ο ΟΗΕ αντέδρασε.

Η ανανεωμένη αντίδραση του οργανισμού περιελάμβανε πολλαπλά μέσα. Ο UNFICYP προσπάθησε την στιγμή της εισβολής και πέτυχε μερικώς να αποτρέψει ακρότητες και υπερασπίστηκε την κατάληψη του διεθνούς αεροδρομίου της Λευκωσίας από τους εισβολείς (James,1989). Επίσης, στις 16 Αυγούστου ο Γενικός Γραμματέας αυτοβούλως διεύρυνε τις εξουσίες του UNFICYP και πίεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας να μετακινήσει τις δυνάμεις στην διαχωριστική “πράσινη γραμμή”. Συν τοις άλλοις το Συμβούλιο Ασφαλείας καταδίκασε το πραξικόπημα και την εισβολή, όπως και η Γενική Συνέλευση με την ψήφο όλων των 117 μελών της (Ιωσήφ,2000).

Εν αντιθέσει το ΝΑΤΟ αντέδρασε περιορισμένα και σπασμοδικά. Αυτό έγινε καθώς μετά την πρόταση του 1964 το ΝΑΤΟ παραμερίστηκε από το Κυπριακό Ζήτημα. Όταν όμως η νέα πολιτική πλέον κυβέρνηση της Ελλάδας ενώπιον της τουρκικής εισβολής ζήτησε την σύγκληση του Συμβουλίου των Υπουργών του ΝΑΤΟ με στόχο την υποχώρηση της Τουρκίας, ο Γενικός Γραμματέας της συμμαχίας αρνήθηκε. Επομένως η Ελλάδα εγκατέλειψε το στρατιωτικό σκέλος του οργανισμού, παραμένοντας στο πολιτικό. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τις ΗΠΑ να ασκήσουν εμπάργκο όπλων στην Τουρκία το 1975 και η Τουρκία, σε απάντηση, απέβαλε προσωρινά όλες της αμερικανικές βάσεις στην επικράτειά της. Τοιουτοτρόπως το ΝΑΤΟ αποδυναμώθηκε ενώ η νοτιοανατολική του πτέρυγα έπαυσε προσωρινά να υφίσταται.

Το 1974 το Κυπριακό Ζήτημα εξελίχθηκε έτσι ώστε κανένας από τους δύο διακυβερνητικούς οργανισμούς να μην μπορεί να διαχειριστεί την κρίση. Αυτή η αδυναμία περιόρισε τόσο το ΝΑΤΟ όσο και τον ΟΗΕ με την δυτική συμμαχία να χάνει εντός ενός έτους δύο κρίσιμα μέλη της και τον ΟΗΕ να αποτυγχάνει να διατελέσει την αποστολή του, που κατά το Διεθνές Δίκαιο είναι η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια(Χάρτης Ηνωμένων Εθνών, 1945). Βέβαια η αποδυνάμωση δεν ήταν μόνιμη καθώς ο ΟΗΕ εξακολούθησε να λειτουργεί και να επιτελεί το έργο του και το ΝΑΤΟ έως το 1980 ενσωμάτωσε εκ νέου την Ελλάδα και την Τουρκία. Επομένως, η αδυναμία των διεθνών οργανισμών έπληξε αυτούς προσωρινά και παγίωσε το Κυπριακό Ζήτημα έως σήμερα.

Συμπεράσματα

Έπειτα από την ανάλυση των δύο περιπτώσεων, προκύπτουν ευλόγως ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τον ρόλο των διεθνών οργανισμών στη διαχείριση κρίσεων. Συγκεκριμένα, διαφαίνεται η πιο ουσιαστική και πολυδιάστατη συμβολή του ΟΗΕ σε σύγκριση με αυτή του ΝΑΤΟ, και στις δύο κρίσεις, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και από τη συχνότερη αναφορά στον ΟΗΕ.

Αδιαμφισβήτητα, ο ΟΗΕ διαθέτει ευρύτερη θεσμική υπόσταση, με μεγαλύτερο αριθμό κρατών μελών, περισσότερες αρμοδιότητες και εντονότερη πολιτική νομιμοποίηση σε διεθνές επίπεδο, σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ, που εστιάζει κυρίως σε ζητήματα στρατιωτικής ασφάλειας των μελών του και διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τον ηγετικό ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο της συμμαχίας. Μάλιστα, στο Άρθρο 1 της καταστατικής συνθήκης του ΝΑΤΟ τονίζεται ότι η συμμαχία υπόκειται στους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών. Επίσης κατά το Διεθνές Δίκαιο μόνο ο ΟΗΕ μπορεί να επιτρέψει νομικά την ένοπλη μακροσκελή βία, όπως μια εισβολή(Cassesse, 2005). Επομένως τα Ηνωμένα Έθνη είναι ιεραρχικά ανώτερα του ΝΑΤΟ σε σημασία στην διαχείριση των διεθνών κρίσεων.

Επίσης, άξιο αναφοράς είναι ότι, αμφότεροι οργανισμοί επιχείρησαν και πέτυχαν μερικώς να διατηρήσουν την νομιμότητα στην δράση τους. Ο πολυεθνικός συνασπισμός υπό την αιγίδα των ΗΠΑ ξεκίνησε τον Πόλεμο του Κόλπου, αφότου πέρασε η προθεσμία την οποία είχε καθορίσει το μόνο διεθνές όργανο κατάλληλο να ορίσει τέτοια προθεσμία· το Συμβούλιο Ασφαλείας. Ομοίως η Βορειοατλαντική Συμμαχία άσκησε το νομικό δικαίωμά της να αδιαφορήσει για την τουρκική εισβολή του 1974 αρνουμένη στην Ελλάδα την σύγκληση του Συμβουλίου των Υπουργών, μιας και το ΝΑΤΟ δεν ήταν νομικά υπόχρεο για την προστασία της νήσου. Συνάμα, η δυτική συμμαχία δεν εισέβαλε αυτοβούλως στην Κύπρο το 1964 αλλά αποδέχθηκε δια αντιπροσώπων(δηλαδή τα κράτη-μέλη ΗΠΑ και ΗΒ) την άρνηση της Κύπρου για αυτήν την αποστολή. Βέβαια, ο ΟΗΕ δεν εκπλήρωσε όλα τα καθήκοντά του προς επαναφορά της σταθερότητας και της προ της εισβολής νόμιμης τάξης στην Κύπρο, όπως το κατόρθωσε για το Κουβέιτ το 1991. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι οι δράσεις των διεθνών οργανισμών στοχεύουν σε μεγαλύτερο βαθμό στην νομιμότητα γύρω από τα δικαιώματά τους παρά γύρω από τις νομικές τους υποχρεώσεις.

Επιπλέον, παρατηρείται διαφοροποίηση ως προς τη στάση και την προθυμία των κρατών να εμπιστευτούν κάθε οργανισμό στη διαχείριση κρίσεων. Ο ΟΗΕ προτιμάται συχνότερα, καθώς απολαμβάνει υψηλό κύρος λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα του, των καθολικών του στόχων και της ευρείας αντιπροσωπευτικότητας των μελών του. Ωστόσο, η συχνά αργή αντίδρασή του –μέσω χρονοβόρων διαδικασιών, όπως τα ψηφίσματα και οι κυρώσεις– επηρεάζει την αποτελεσματικότητά του, χωρίς όμως να αναιρεί πλήρως τη σημασία του ως θεσμικού πυλώνα διαχείρισης διεθνών κρίσεων.

Παράλληλα, το ΝΑΤΟ αποτελεί την ισχυρότερη στρατιωτική συμμαχία σήμερα στον κόσμο κατά τον Sten Rynning, όμως η στρατιωτική φύση του ΝΑΤΟ συνδυασμένη με την απουσία ενός άμεσου και μακροσκελούς πολέμου κατά των μελών του το καθιστά μερικώς ανενεργό· δεν λειτουργεί στον ίδιο βαθμό με τον ΟΗΕ. Επίσης αν και μονοπολική συμμαχία, τα μέλη του διατηρούν μια ανεξαρτησία δράσης και αντίδρασης στις κρίσεις. Για αυτό και δεν επικλήθηκε τόσο στην Κύπρο, όσο θα μπορούσε καθώς η Δυτική Γερμανία και η Γαλλία αδιαφορούσαν για ένα αλλότριο κατ’ εκείνες θέμα(Ιωσήφ, 2000). Συν τοις άλλοις, η μονοδιάστατη ταυτότητα του ΝΑΤΟ, ως δυτικής συμμαχίας, με την όποια επίκληση από την μια ενεργοποιείται μια συμπαγής ισχυρή συμμαχία, αλλά και περιστέλλεται ή αποκλείεται η συμμετοχή άλλων δυνάμεων. Έτσι η εκάστοτε διεθνής κρίση καθίσταται δυτική κρίση. Συνεπώς, η εξειδίκευση του ΝΑΤΟ, το εξωθεί είτε σε μια μεγαλύτερη ενεργοποίηση λόγω του αντικειμένου ή και της κοινής ταυτότητας και αντιστρόφως ανάλογα σε μια μικρότερη ενεργοποίηση έξω από τις δύο αυτές συνθήκες.

Επίλογος

Καταληκτικά, από την παρούσα έρευνα, προκύπτει ότι οι διεθνείς διακυβερνητικοί οργανισμοί αποτελούν όργανα που επιχειρούν να δρουν για τα συμφέροντα των κρατών-μελών τους. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού επίλυσης κρίσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας στον πόλεμο του Κόλπου τόσο σε βαθμό όσο και σε μέθοδο έγινε με αυτό τον τρόπο, εξαιτίας της τότε γεωπολιτικής κατάστασης. Κατά την Ειρήνη Χειλά, οι ΗΠΑ είχαν καταστεί υπερδύναμη, ανώτερη των συμμάχων της(Γαλλία, Αγγλία), του πρώην αντιπάλου της ΕΣΣΔ και της Κίνας. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ΗΠΑ μπορούσαν όχι μόνο να επεκταθούν σε μια εξουσιοδότηση χρήσης βίας από τον ΟΗΕ αλλά και τρόπον τινά ώστε να αποκλείεται ο Οργανισμός από την συμμετοχή ή την διευθέτηση των επιχειρήσεων(Χειλά, 1999). Ως εκ τούτου κατά την Ελληνίδα ακαδημαϊκό, η επιτυχία της επιχείρησης οφειλόταν όχι στη λειτουργία του ΟΗΕ, αλλά στα κοινά συμφέροντα των συμμάχων κρατών. Συνάμα και στην περίπτωση της Κύπρου το 1974 η δράση των δύο διεθνών οργανισμών(ΟΗΕ και ΝΑΤΟ) επηρεάστηκε από τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Η επιτήδεια ουδετερότητα της Τουρκίας εξασφάλισε την εποχή της εισβολής θετικές σχέσεις με την ΕΣΣΔ καθώς και μεγαλύτερη συμπάθεια της Μόσχας προς την Άγκυρα σε σύγκριση με το στρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας. Εξαιτίας αυτών το Κρεμλίνο δέχθηκε σιωπηρά την εισβολή. Επίσης οι ΗΠΑ, φοβούμενες την περαιτέρω απομάκρυνση των Τούρκων από το Δυτικό μπλοκ και το ενδεχόμενο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου εντός του ΝΑΤΟ, δεν αντέδρασαν ουσιαστικά στην εισβολή(Ιωσήφ, 2000).

Η στάση αυτή των δύο υπερδυνάμεων αδρανοποιεί ουσιωδώς και τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ. Επομένως διαφαίνεται ότι οι διεθνείς διακυβερνητικοί οργανισμοί δημιουργούνται, λειτουργούν και παύουν για τα συμφέροντα των δυνάμεών τους.

Πηγή εικόνας άρθρου: https://www.nato.int/cps/ra/natohq/news_135804.htm?selectedLocale=en

Βιβλιογραφία

Η Συνθηκη Του Βορειου Ατλαντικου, (1949), Άρθρο 1

Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών (1945)

United Nations Security Council, (1990, August 6), Resolution 661 (1990) (on the situation between Iraq and Kuwait)

United Nations Security Council, (1990, November 29), Resolution 678 (1990) (on the situation between Iraq and Kuwait)

United Nations Security Council, (1991, April 3), Resolution 687 (1991) (on restoration of the sovereignty, independence and territorial integrity of Kuwait)

Inter-Governmental Organisations (IGOs), Penn Libraries

Zhu, Y. Y. (2024), ‘Deterring Armageddon’ by Peter Apps and ‘NATO’ by Sten Rynning review, History Today

Fred Halliday (1994). The Gulf War 1990-1991 and the Study of International Relations. Review of International Studies, 20, 2, 109-130

Ninan Koshy (1997). The United Nations and the Gulf Crisis. Economic and Political Weekly, 32, 47, 3011-3020

Peter C. Hunt (1998). Coalition Warfare: Considerations for the Air Component Commander. Air University Press

Mariano Aguirro (1992). Discriminate Intervention: Defining NATO for the ’90s. Middle East Report, 177, 28-33

Antonio Cassese (2012). Διεθνές Δίκαιο (Μετάφραση: Γιάννης Σαριδάκης). Εκδόσεις Gutenberg (Το πρωτότυπο εκδόθηκε το 2005)

Παύλος Ν. Τζερμιάς (2004) Η Κύπρος από την αρχαιότητα ως την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση :”Γλυκειάς χώρας” ιστόρηση. Ι. Σιδέρης

Ιωσήφ Σ. Ιωσήφ. (2000). Κυπριακό πρόβλημα και διεθνής πολιτική :από την ανεξαρτισία στην Ευρωπαική Ένωση. Παπαζήσης

Alan James (1989). The UN Force in Cyprus. International Affairs (Royal Institute of International Affairs 1944-), 65, 3, 481-500

Sten Rynning (2024). NATO: From Cold War to Ukraine, a History of the World’s Most Powerful Alliance. Yale University Press

Ειρήνη Χειλά (1999). Ο ρόλος της μεσολάβησης στο χειρισμό κρίσεων :ο ΟΗΕ στην εποχή της μοναδικής υπερδύναμης. Ι. Σιδέρης