Ιορδανία: Το Χασεμιτικό Βασίλειο από την ανεξαρτησία του έως τον “Πόλεμο των Έξι Ημερών”.

Γράφει ο Δασκαλάκης Χαράλαμπος

 

Εισαγωγή

Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και υπό το πρίσμα της συμφωνίας Σάικς-Πικό (1916), μεταξύ της Γαλλίας και της Μ. Βρετανίας, τα εδάφη της -πρώην- Υψηλής Πύλης, τέθηκαν υπό των έλεγχο των δύο αυτών κυρίαρχων ευρωπαϊκών δυνάμεων, γεγονός που έλαβε μάλιστα και διεθνή νομιμοποίηση από την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) το 1922 (Βιβή Κεφαλά, 2021). Έκτοτε, τα δύο αυτά ισχυρά κράτη, ασκούσαν διοίκηση στα εδάφη της Μέσης Ανατολής, κυρίως μέσω των λεγόμενων «Εντολών» (Mandates) που εγκαθίδρυσαν. Στα εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αυτές εφαρμόστηκαν στη Συρία και στο Λίβανο, ως «Γαλλική Εντολή», ενώ στην Παλαιστίνη, η οποία περιελάμβανε και τη σημερινή έκταση που καταλαμβάνει η Ιορδανία (τότε με τον όρο «Υπεριορδανία»), καθώς και στο Ιράκ, ως «Βρετανική Εντολή» (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Την ίδια περίοδο, οι Βρετανοί έχρησαν τον Αμπντάλα Ιμπν αλ-Χουσεΐν, Εμίρη, και πρώτο κυβερνήτη, της Υπεριορδανίας, το 1921. Μόλις το 1923, οι Βρετανοί αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Υπεριορδανίας, αλλά υπό τον όρο, ζητήματα που άπτονταν της οικονομίας, των στρατιωτικών υποθέσεων, αλλά και των εξωτερικών σχέσεων του νέου κράτους, να παραμείνουν στον έλεγχο της κυβέρνησης του Λονδίνου. Χρειάστηκε να περάσουν άλλες δύο δεκαετίες, μέχρι και τον Μάρτιο του 1946, με το πέρας και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να αποκτήσει η χώρα πλήρη ανεξαρτησία και νέο Σύνταγμα, ενώ και ο Αμπντάλα αυτοανακηρύχθηκε, το ίδιο έτος, Βασιλιάς (Britannica, 2025). Η οικογένεια του Βασιλιά, έλκει την καταγωγή της από τους Χασεμίτες, έναν αραβικό οίκο, που φτάνει χρονολογικά έως και τη φυλή Κουράις, τη φυλή που άνηκε και ο Προφήτης Μωάμεθ (Albert Hourani, 1991), γεγονός που αφενός κάνει την Ιορδανία, εξόχως σημαντική για τον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο, αφετέρου έδωσε στη χώρα το 1949 τον τίτλο του: «Χασεμιτικού Βασιλείου της Ιορδανίας» (Britannica, 2025).

Οι επιπτώσεις του Α’ Αραβοϊσραηλινού Πολέμου και του Παλαιστινιακού προβλήματος στη διαμόρφωση του κράτους της Ιορδανίας

Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ως ανεξάρτητο κράτος, η Ιορδανία, κλήθηκε να δοκιμαστεί με ένα -έως και τις μέρες μας ακόμα- τεράστιο ζήτημα περιφερειακής και διεθνούς ασφάλειας. Αυτό δεν είναι άλλο από την αραβοϊσραηλινή διαμάχη, η οποία είχε σαν άμεσες συνέπειες, αφενός τη σύγκρουση του νεοφυούς εβραϊκού κράτους με τους Άραβες γείτονες του, αφετέρου, τον ξεριζωμό πληθώρας Παλαιστινίων από τα εδάφη τους.
Στις 14 Μαΐου του 1948, ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, ως ο πρώτος Πρόεδρος του Ισραήλ, ανακοίνωσε την Διακήρυξη του Κράτους του Ισραήλ και μόλις την επόμενη ημέρα, πέντε αραβικές κυβερνήσεις, κινητοποίησαν τα στρατεύματα τους εναντίον του. Η Ιορδανία, από κοινού με τα στρατεύματα της Συρίας, του Λιβάνου, της Αιγύπτου, αλλά και του Ιράκ, πραγματοποίησε εκστρατεία εναντίον του Ισραήλ, σε μια προσπάθεια των αραβικών κρατών, να διασώσουν τα Παλαιστινιακά εδάφη και να αποτρέψουν την κατάληψη αυτών από ένα μη-αραβικό καθεστώς (το οποίο, πολύ πιθανόν να φερόταν έπειτα εχθρικά απέναντί στον αραβικό πληθυσμό). Όμως, εντελώς απροσδόκητα, μεγάλος νικητής αναδείχθηκε το κράτος του Ισραήλ, σε μία ήττα δυσφήμιση για τα αραβικά καθεστώτα, που έμεινε έκτοτε γνωστή ως Νάκμπα (Καταστροφή), για τους Παλαιστίνιους (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Η ισραηλινή νίκη αυτή, προκάλεσε και το πρώτο κύμα προσφύγων από την Παλαιστίνη (Βιβή Κεφαλά, 2021), οι οποίοι ανέρχονταν περίπου στους 725.000, και αναζήτησαν καταφύγιο πρωτίστως στη Γάζα, τη Συρία, το Λίβανο και την Ιορδανία (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Σύμφωνα με τον Raphael Patai (1958), σε μία Ιορδανία με συνολικό αριθμό πληθυσμού, περίπου, τους 400.000 Άραβες, το 1948, προστέθηκαν μετά τον πόλεμο, 450.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες. Αριθμός που ακριβώς δέκα χρόνια μετά, φαίνεται μέσα από σχετική απογραφή, να ανέρχεται σε περίπου 500.000 πρόσφυγες σε σύνολο 1.502.000 κατοίκων (Raphael Patai, 1958). Και ενώ ο Βασιλιάς Αμπντάλα, σύναψε, το 1949, μία συνθήκη εκεχειρίας με το Ισραήλ (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016), εξασφαλίζοντας έτσι τον τερματισμό της σύγκρουσης μεταξύ των δύο κρατών, του έμεινε να διαχειριστεί το πρόβλημα της ένταξης των Παλαιστινίων προσφύγων, οι οποίοι απέκτησαν έτσι, χωρίς να το επιλέξουν οι ίδιοι, πλέον μία δεύτερη πατρίδα.

Η επιβολή της Ιορδανικής υπηκοότητας στους Παλαιστίνιους πρόσφυγες

Οι ίδιοι, βέβαια, οι Παλαιστίνιοι, δεν επιθυμούσαν την αφομοίωση σε κάποια άλλη χώρα, όσο νοσταλγούσαν να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη. Αυτό που τους ενδιέφερε κυρίως, ήταν η επιστροφή στις εστίες τους (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Σε αντίθεση με αυτό το όραμα των Παλαιστινίων όμως, ο Βασιλιάς Αμπντάλα, προχώρησε το 1948, στην προσάρτηση της Δυτικής Όχθης στην Ιορδανία, κάτι που έμεινε γνωστό ως η «Ένωση των Δύο Οχθών», και άνοιξε τον δρόμο, για την επιβολή μιας ενιαίας υπηκοότητας, για όλους τους κατοίκους του Χασεμιτικού Βασιλείου, όσους ήδη κατοικούσαν εκεί πριν τον Α’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο, αλλά και όσους πρόσφυγες κατέφυγαν στη χώρα, μετά από αυτόν, οι περισσότεροι πλέον εγκατεστημένοι στην Δυτική Όχθη του Ιορδάνη (Sawsan Ramahi, 2015). Σύμφωνα με την έρευνα του “Middle East Monitor” (2015), για την Ιορδανική υπηκοότητα, η τελευταία φαίνεται να επιβλήθηκε στους Παλαιστίνιους, με τον Νόμο Αρ.56 του 1949, όπου ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: «όλοι οι άνθρωποι που κατοικούν στην Υπεριορδανία ή στην δυτική περιοχή που τώρα διοικείται από το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας κάτοχοι Παλαιστινιακής υπηκοότητας θα αποκτήσουν Ιορδανική υπηκοότητα απολαμβάνοντας όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη στην ίδια βάση με τους Ιορδανούς» (Dr Anees Qassem, 2015).
Επιπροσθέτως, παρά τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της χορήγησης υπηκοότητας βέβαια, και τα αισθήματα των Παλαιστινίων για επιστροφή στη γη τους, υπήρξαν και θετικές πτυχές στην αφομοίωση των τελευταίων ως πολίτες της Ιορδανίας. Πλέον είχαν την ευκαιρία να εργαστούν στην Ιορδανία, δικαίωμα στην εκπαίδευση, την ελευθερία να μετακινηθούν σε άλλες αραβικές χώρες εφόσον το επιθυμούσαν, ακόμα και να στείλουν εμβάσματα πίσω στην Ιορδανία, εφόσον εργάζονταν κάποιοι από αυτούς σε άλλη χώρα. Οι παραπάνω αλλαγές στη ζωή των προσφύγων, συνέβαλαν τόσο στην άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου, όσο και στην οικονομική ανάπτυξη της Ιορδανίας συνολικά.

Η πολιτική διάσταση του ζητήματος – Το τέλος της εξουσίας του Βασιλιά Αμπντάλα

Η ίδια μελέτη βέβαια, σημειώνει ότι, εν αντιθέσει με τον οικονομικό τομέα, το σκηνικό δεν υπήρξε την ίδια περίοδο ευοίωνο και στον πολιτικό τομέα (Sawsan Ramahi, 2015).
Και ο A. Goldschmidt όμως μας αναφέρει, στο βιβλίο του, «Ιστορία της Μέσης Ανατολής» (2016), ότι, σε αντίθεση με την Ιορδανία, τα υπόλοιπα αραβικά κράτη δεν φάνηκαν διατεθειμένα να απορροφήσουν τους χιλιάδες Παλαιστίνιους πρόσφυγες, ενώ ταυτόχρονα οι τελευταίοι εξελίχθηκαν, σε μεγάλο ποσοστό, σε ένθερμους υποστηρικτές της ιδεολογίας του Παναραβισμού. Επιθυμούσαν με άλλα λόγια, τη δημιουργία μιας μεγάλης αραβικής κρατικής οντότητας στην περιοχή, που θα καταργούσε τα εθνικά κράτη, στο όνομα κυρίως της αραβικής ενότητας, κάτι που σίγουρα ερχόταν σε αντίθεση με την ύπαρξη κρατών όπως το Ισραήλ και η Ιορδανία (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016).
Η διάσταση αυτή των πολιτικών απόψεων, κυρίως μεταξύ των Παλαιστινίων και του επίσημου κράτους της Ιορδανίας, έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε το 1951, στις 20 Ιουλίου, ο Βασιλιάς Αμπντάλα δολοφονήθηκε από έναν νεαρό Παλαιστίνιο στην Ιερουσαλήμ, στο σημείο που βρίσκεται και το -εξόχως σημαντικό για το Ισλάμ- τέμενος αλ-Άκσα. Έμελλε, μετά από αυτό το γεγονός, να τον διαδεχθεί ο εγγονός του στον θρόνο, ο Χουσεΐν ιμπν Ταλάλ, στις 2 Μαΐου του 1953, εγκαινιάζοντας έτσι μία νέα εποχή.

Η Ιορδανία υπό την ηγεσία του Βασιλιά Χουσεΐν ιμπν Ταλάλ

Οι επόμενες δεκαετίες, επηρεάστηκαν έντονα από τις πολιτικές του Βασιλιά Χουσεΐν, κυρίως αυτές που αφορούσαν τις σχέσεις της Ιορδανίας με τον υπόλοιπο Αραβικό κόσμο, τα κράτη αλλά και τους Παλαιστίνιους, καθώς και με το γειτονικό Ισραήλ.
Κλήθηκε όμως να ξεπεράσει, μόλις στα 18 του χρόνια, πολλές αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, στην προσπάθεια του να διατηρηθεί στο θρόνο του Χασεμιτικού Βασιλείου, αλλά και να κρατήσει ενωμένες τις «Δύο Όχθες» του Ιορδάνη. Ανέλαβε την εξουσία της Ιορδανίας, μόλις την πρώτη δεκαετία του Ψυχρού Πολέμου (1947 – 1991), γεγονός που αποτέλεσε μεγάλο ζήτημα για τον Αραβικό κόσμο, σχετικά και με τις επιθυμίες των δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ και ΕΣΣΔ) για τις σφαίρες επιρροής που επιχειρούσαν να διαμορφώσουν, καθώς και πέντε χρόνια μετά τον Α’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1948, την αραβική ήττα και την επακόλουθη μεγάλη εισροή των Παλαιστινίων προσφύγων στη χώρα ως αποτέλεσμα του πολέμου (Britannica, 2025).
Στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου ειδικά, διαμορφώθηκε στις 24 Φεβρουαρίου 1955, ο λεγόμενος «Οργανισμός του Κεντρικού Συμφώνου» (Central Treaty Organization – CENTO) ή, όπως είναι ευρύτερα γνωστό, το «Σύμφωνο της Βαγδάτης». Το Σύμφωνο περιελάμβανε αφενός την Τουρκία, το Ιράκ, το Ιράν και το Πακιστάν, (ως χώρες άμεσα συνδεδεμένες με την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και τα νοτιοδυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης) αφετέρου το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες ως συνδεδεμένα μέλη, ενδεχομένως σε μία προσπάθεια ενίσχυσης της δυτικής επιρροής, σε μία περιφέρεια που θα μπορούσε ταχύτατα να επεκταθεί η Σοβιετική Ένωση (Ευάγγελος Βενέτης, 2013).
Το δίλημμα τότε, των Αράβων, να επιλέξουν ανάμεσα στην άμεση εμπλοκή τους σε τρίτα συμφέροντα, ή στην αποχή τους από αυτά, και την ενασχόληση τους αποκλειστικά με τις αραβικές υποθέσεις, οδήγησε στις αντιμαχόμενες τάσεις των λεγόμενων «φιλοδυτικών» και «ουδετεριστών» Αράβων (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Ο Βασιλιάς Χουσεΐν, δέχθηκε πίεση, κυρίως από την Παλαιστινιακή και την Αιγυπτιακή πλευρά, για να μην επιτρέψει την είσοδο της Ιορδανίας σε πολυμερείς συνεργασίες, όπως το «Σύμφωνο της Βαγδάτης», και να κρατήσει μία -όσο γίνεται- ουδέτερη στάση έναντι των διεθνών εξελίξεων. Μάλιστα, στην Δυτική Όχθη, φαίνεται ότι σημειώθηκαν και διαμαρτυρίες των Παλαιστινίων κατοίκων, για να μην γίνει δεκτή κάποια τέτοια συνεργασία από την Ιορδανική κυβέρνηση. Ένα χρόνο αργότερα, το 1956, και υπό την συνεχιζόμενη πίεση των λαϊκών διαμαρτυριών, ο Βασιλιάς Χουσεΐν, αποκήρυξε τελικά κάθε δυτική βοήθεια με τον πιο εμφατικό τρόπο, καθαιρώντας τον Βρετανό Στρατηγό, και Διοικητή, έως τότε, της Αραβικής Λεγεώνας, σερ Τζον Μπάγκοτ Γκλάμπ (Britannica, 2024), καθώς και τους Βρετανούς Συμβούλους γύρω από τον Ιορδανικό θρόνο, αποκόβοντας έτσι την όποια επίσημη συνεργασία της Ιορδανίας με την Μεγάλη Βρετανία, σχέση που μετρούσε ήδη τρεις δεκαετίες ζωής (Britannica, 2025).

Από τις ελεύθερες εκλογές του 1956, στον στρατιωτικό νόμο και τη δικτατορία του 1957

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, ο Βασιλιάς επέτρεψε την διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στη χώρα, τα αποτελέσματα των οποίων μάλιστα, κατέληξαν σε μία αρκετά πλουραλιστική και ετερόκλητη Κυβέρνηση. Στο νέο Κοινοβούλιο, πρώτο λόγο είχε το κόμμα με το όνομα «Λαϊκό Μέτωπο». Σε αυτό, συμμετείχαν τόσο Άραβες εθνικιστές, όσο και κομμουνιστές αξιωματούχοι, από τους οποίους μάλιστα εξελέγη και ένας υπουργός, αλλά ακόμα υπήρχαν και πολιτικοί του κόμματος Μπάαθ (το πρώτο παναραβικό σοσιαλιστικό κίνημα) και φιλονασερικοί (εκφραστές της ιδεολογίας του Προέδρου Γκαμάλ Αμπντ αλ-Νάσερ της Αιγύπτου – Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Οι γειτονικές χώρες της Συρίας και της Αιγύπτου, γνωρίζοντας την επιρροή που είχαν πάνω στους παναραβιστές πολιτικούς και αξιωματικούς του ιορδανικού στρατού, φαίνεται να επιχείρησαν, μέσω αυτών, να καταλύσουν την εξουσία του Βασιλιά, πραγματοποιώντας, τον Απρίλιο του 1957, ένα πραξικόπημα εναντίον του. Ο Χουσεΐν, συσπειρώνοντας γύρω του, τόσο φιλοβασιλικούς αξιωματικούς και στρατιώτες, όσο και Βεδουίνους της Ανατολικής Όχθης, κατάφερε να αποκρούσει την επίθεση εναντίον του, και προχώρησε μάλιστα στη διάλυση της Κυβέρνησης, που μετρούσε μόλις λίγους μήνες λειτουργίας, και των πολιτικών κομμάτων, επιβάλλοντας πλέον στρατιωτικό νόμο και, ουσιαστικά, βασιλική δικτατορία (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016).

Η δεκαετία του 1960: Ο αντίκτυπος της Παλαιστινιακής αντίστασης και του «Πολέμου των Έξι Ημερών» για την Ιορδανία

Η αρχή της επόμενης δεκαετίας, βρίσκει την Ιορδανία, από πολύ νωρίς, αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις σχετικά με την αραβοϊσραηλινή διαμάχη.
Σε μία αραβική σύνοδο κορυφής που έλαβε χώρα, με πρωτοβουλία του ηγέτη της Αιγύπτου, Γκαμάλ Αμπντ αλ-Νάσερ, στο Κάιρο, το 1964, οι Άραβες ηγέτες ψήφισαν υπέρ του σχηματισμού μιας οργάνωσης, που θα έθετε ως αντικειμενικό της σκοπό, την υπεράσπιση των Αράβων της Παλαιστίνης. Η οργάνωση πήρε το όνομα «Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» (ΟΑΠ – PLO: Palestine Liberation Organization) και ξεκίνησε ενθαρρύνοντας Παλαιστίνιους πρόσφυγες κυρίως από τη Λωρίδα της Γάζας, την Ιορδανία και τη Συρία, να ενταχθούν στις τάξεις της. Μάλιστα, έγραψαν και ένα καταστατικό που ανέλυε τις βασικές αρχές της οργάνωσης, στις οποίες συνοπτικά περιλαμβανόταν η ίδρυση ενός κοσμικού κράτους που θα ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, σε αντικατάσταση του τότε Κράτους του Ισραήλ, αλλά και η υποχρέωση των Αράβων να πολεμήσουν για την Παλαιστίνη (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016).
Κατά το πρότυπο της ΟΑΠ, έκανε, το 1965, την εμφάνιση της, ακόμα ένα Παλαιστινιακό ακτιβιστικό κίνημα, αυτό της «Φατάχ» (Κατάκτηση), με ηγέτη -μία πλέον ιστορική προσωπικότητα για τους Παλαιστίνιους- τον Γιάσερ Αραφάτ. Αυτή η εξέλιξη έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για τον Αραβικό κόσμο και την Ιορδανία, καθώς, από το έδαφος της τελευταίας, η Φατάχ πραγματοποίησε σωρεία επιθέσεων και καταδρομικών επιχειρήσεων στο έδαφος του Ισραήλ (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016), στο πλαίσιο ενός αντάρτικου αγώνα, που ίσως να αποτέλεσε την αφορμή για τον Γ’ Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο, και μία ακόμα ήττα για τους Αραβικούς στρατούς.
Το Ισραήλ, απάντησε στις επιθέσεις των Παλαιστινίων, πρώτα πραγματοποιώντας μία εισβολή νοτίως της Χεβρώνας στη Δυτική Όχθη, το 1966. Ο Βασιλιάς Χουσεΐν, προσπάθησε μέσω διαλόγων με το Ισραήλ, να αποτρέψει μία ενδεχόμενη κλιμάκωση, μάλιστα κάνοντας ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει τους Παλαιστίνιους της Συρίας να ενωθούν με αυτούς που έμεναν στο έδαφος της Ιορδανίας, για να συνεχίσουν τον αγώνα (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Δυστυχώς όμως, η ένταση της διαμάχης δεν μειώθηκε, και την Άνοιξη του 1967, αναγκάστηκε να συμμαχήσει στρατιωτικά με την Αίγυπτο και τη Συρία, για να υπερασπιστεί τα Αραβικά εδάφη. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις και η Αραβική Λεγεώνα της Ιορδανίας, συγκρούστηκαν στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, με τον Ισραηλινό στρατό εν τέλει, να καταλαμβάνει ολόκληρη την Πόλη, και να προσεύχεται πληθώρα εβραίων στο «Δυτικό Τείχος», για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 20 χρόνια (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Το αποτέλεσμα του Πολέμου, ήταν σε μόλις έξι ημέρες (5 – 10 Ιουνίου του 1967), το Ισραήλ, όχι μόνο να νικήσει, για μία ακόμα φορά τους Αραβικούς στρατούς, αλλά και να καταλάβει, τη Δυτική Όχθη και ολόκληρη την Πόλη της Ιερουσαλήμ, διαχωρίζοντας τα εδάφη αυτά πλέον από κάθε Ιορδανική επιρροή, καθώς ακόμα και ολόκληρο το Σινά, τα Υψίπεδα του Γκολάν και τη Λωρίδα της Γάζας (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016).

Επίλογος – Η επόμενη μέρα για την Ιορδανία και τους Παλαιστίνιους

Όσο για την Ιορδανία συγκεκριμένα, έχασε περίπου το ένα τρίτο (1/3) της καλλιεργήσιμης γης της, καθώς η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη πέρασε ολόκληρη σε Ισραηλινή κατοχή, γεγονός που δημιούργησε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες στην χώρα (Britannica, 2025). Η ταυτόχρονη απώλεια της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, επίσης, καθώς και πληθώρας Παλαιστινιακών χωριών της Δυτικής Όχθης, και μίας εκ νέου εκδίωξης των Παλαιστινίων από τις εστίες τους (Britannica, 2025), μεγιστοποίησε την δυσπιστία των Παλαιστινίων προσφύγων της Ιορδανίας, τόσο για το Χασεμιτικό Βασίλειο, όσο και για τις υπόλοιπες Αραβικές Κυβερνήσεις (Arthur Goldschmidt Jr. & Aomar Boum, 2016). Η Ιερουσαλήμ αποτελεί, μετά τη Μέκκα και τη Μεδίνα, την τρίτη Ιερή Πόλη για τον Μουσουλμανικό κόσμο (Albert Hourani, 1991), και η κατοχή της από οποιαδήποτε μη μουσουλμανική δύναμη, αποτελεί ένα μεγάλο θρησκευτικό πλήγμα, εκτός από το ήδη πληγωμένο εθνικό αίσθημα των Παλαιστινίων. Οι εντάσεις αυτές μάλιστα, οδήγησαν, μόλις τρία χρόνια αργότερα, στον εμφύλιο πόλεμο της Ιορδανίας, μεταξύ Ιορδανικών στρατευμάτων και Παλαιστινίων ανταρτών, που έμεινε γνωστός ως «Μαύρος Σεπτέμβριος» (Bruce Riedel, 2020). Και ο Βασιλιάς Χουσεΐν, όμως, πλέον, φαίνεται ότι επέλεξε, μετά και την νέα Αραβική ήττα του 1967, να συνεργαστεί τελικά με το κράτος του Ισραήλ, εναντίον της, όπως ανέφεραν, «παλαιστινιακής τρομοκρατίας» (Britannica, 2025).
Ο Αραβικός κόσμος, τις δύο πρώτες δεκαετίες ζωής του ανεξάρτητου Ιορδανικού κράτους, κλήθηκε να αντιμετωπίσει πολύ δύσκολες καταστάσεις και κρίσεις, κυρίως με επίκεντρο τους Παλαιστίνιους, καθώς και δύο Αραβοϊσραηλινούς Πολέμους. Και ενώ θα μπορούσε το Χασεμιτικό Βασίλειο να αποτελέσει ένα πρότυπο Αραβικού Μουσουλμανικού κράτους, και μία πιθανή δεύτερη «λυτρωτική» πατρίδα για τους Παλαιστίνιους, τους οποίους μάλιστα ήταν το πρώτο κράτος που τους αφομοίωσε, και οι οποίοι εργάστηκαν σκληρά για την ανάπτυξη αυτού του κράτους, ανταυτού, κατέληξε στο να είναι η χώρα με τους περισσότερους Παλαιστίνιους κατοίκους στο έδαφος της, και ταυτόχρονα με τη μεγαλύτερη αμφίδρομη δυσαρέσκεια μεταξύ αυτών και του επίσημου κράτους. Έκτοτε, η Ιορδανική Κυβέρνηση, ενδεχομένως σε μία επίδειξη εσωστρέφειας, θα επικεντρωθεί ενδελεχώς στις Ιορδανικές υποθέσεις, απολύτως διαχωρίζοντας τες από τα δικαιώματα των Παλαιστινίων στα Παλαιστινιακά και τα Ιορδανικά εδάφη, και την βελτίωση των συνθηκών ζωής τους. Και, όπως και άλλα Αραβικά κράτη, συνέχισε μία πορεία μακριά από τις αραβικές διεκδικήσεις, όπως ήταν διαμορφωμένες αυτές, πριν το 1967, με γνώμονα κυρίως να μην υποστεί άλλες ήττες, απώλειες και δυσκολίες, παρόμοιες με αυτές του παρελθόντος.

 

Βιβλιογραφία

Goldschmidt, A., Jr., & Boum, A. (2016). Ιστορία της Μέσης Ανατολής. Εκδόσεις Επίκεντρο.
Hourani, A. (1991). Η ιστορία του Αραβικού κόσμου. Εκδόσεις Ψυχογιός.
Patai, R. (1958). The Kingdom of Jordan. Princeton University Press.
Κεφαλά, Β. (2021). Διεθνής πολιτική στη Μέση Ανατολή και ανεπίλυτες συγκρούσεις: Παλαιστίνη, Λίβανος, Συρία, Ιράκ. Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
Lotha, G., Singh, S., & Young, G. (2023). Central Treaty Organization. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.britannica.com/topic/Central-Treaty-Organization
Jain, P., Lotha, G., & Tikkanen, A. (2024). Sir John Bagot Glubb. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.britannica.com/biography/John-Bagot-Glubb
Gaur, A., Lotha, G., Promeet, D., Rodriguez, E., & Zeidan, A. (2024). Hashemite Islamic history. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.britannica.com/biography/Abdullah-I
Irvine, V. E., & Abu Jaber, K. S. (2025). Jordan under King Hussein. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.britannica.com/place/Jordan/Jordan-under-King-Hussein
Irvine, V. E., & Abu Jaber, K. S. (2025). Transjordan, the Hashemite Kingdom, and the Palestine war. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.britannica.com/place/Jordan/Transjordan-the-Hashemite-Kingdom-and-the-Palestine-war
Riedel, B. (2020). Remembering a triumph in intelligence: Fifty years after “Black September” in Jordan. Central Intelligence Agency. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.cia.gov/resources/csi/static/Black-September-Jordan.pdf
Ramahi, S. (2015). Palestinians & Jordanian citizenship. Middle East Monitor. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.middleeastmonitor.com/20151209-palestinians-and-jordanian-citizenship/
BBC. (2013). In pictures: Early years of Palestinian refugees. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.bbc.com/news/world-middle-east-25152983
Βενέτης, Ε. (2013). Το Σύμφωνο της Βαγδάτης. Η Καθημερινή. Διαθέσιμο σε (14/06/2025): https://www.kathimerini.gr/world/505791/to-symfono-tis-vagdatis/
Πηγή εικόνας κειμένου: Coat of Arms – Embassy of the Hashemite Kingdom of Jordan – Tokyo, Japan