Η άνοδος της αυταρχικοποίησης κατά τον 21ο αιώνα: Η περίπτωση της Ουγγαρίας

 

Από την Αναστασία Γιάνναρου

 

 Εισαγωγή

Το 2008, ο Diamond προέβλεψε μια επικείμενη «ύφεση της δημοκρατίας»(Diamond, 2008). Έντεκα χρόνια αργότερα, το 2019, οι Lührmann και Lindberg επιβεβαίωσαν ότι η δημοκρατία βρίσκεται πράγματι σε κρίσιμο κίνδυνο. Στο άρθρο τους με τίτλο «A third wave of autocratization is here: What is new about it?», τόνισαν ότι ένα τρίτο κύμα αυταρχικοποίησης είναι ήδη σε εξέλιξη, με τις απαρχές του να εντοπίζονται στο 1994 (Lührmann & Lindberg, 2019). Πλέον, συγκεντρώνονται ολοένα και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι μια παγκόσμια ανατροπή έχει επηρεάσει μια σειρά από εδραιωμένες δημοκρατίες (Lührmann & Lindberg, 2019). Οι χώρες που επηρεάζονται δεν περιορίζονται αποκλειστικά σε αδύναμες δημοκρατίες με αυξημένη ευαλωτότητα, αλλά περιλαμβάνουν και κράτη όπως και η Ουγγαρία, τα οποία στο παρελθόν θεωρούνταν παραδείγματα προς μίμηση στη διαδικασία εκδημοκρατισμού της μετακομμουνιστικής Ευρώπης (Bernhard, 2021).

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην πρώτη φάση αυταρχικοποίησης καταγράφηκαν 32 περιστατικά, ενώ στη δεύτερη φάση σημειώθηκαν 62. Από την έναρξη της τρίτης φάσης, έχουν παρατηρηθεί 75 περιστατικά (Lührmann & Lindberg, 2019). Aυτό υποδηλώνει ότι η άνοδος της αυταρχικοποίησης στη σύγχρονη εποχή είναι πλέον αναμφισβήτητο φαινόμενο, το οποίο αποδεικνύεται πιο σοβαρό και εκτεταμένο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Μέσα από την περίπτωση της Ουγγαρίας, η παρούσα ανάλυση στοχεύει να εξετάσει τι προκαλεί αυτή την αυταρχικοποίηση και τις επιπτώσεις που έχει στα δημοκρατικά κράτη και την ίδια τη δημοκρατία.

 

Ορισμοί 

Δύο από τους πιο γνωστούς όρους που χρησιμοποιούνται συνήθως για να περιγράψουν την απομάκρυνση από τη δημοκρατία είναι η “αυταρχικοποίηση” και η “δημοκρατική υποχώρηση” (democratic backsliding) (Lührmann & Lindberg, 2019). Η αυταρχικοποίηση αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως η κύρια απειλή για τα σύγχρονα φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Οι εκλεγμένοι ηγέτες, που στοχεύουν στην επέκταση και την εδραίωση της εξουσίας τους, θεωρούνται οι βασικοί κινητήριοι παράγοντες των σύγχρονων διαδικασιών αυταρχικοποίησης. Ανάμεσα στις στρατηγικές που χρησιμοποιούν, η εκλογική χειραγώγηση και η αποδυνάμωση της οριζόντιας λογοδοσίας είναι οι πιο εμφανείς (Cassani & Tomini, 2020). 

Τι ορίζεται όμως, ως αυταρχικοποίηση; Σύμφωνα με τους Cassani και Tomini, η αυταρχικοποίηση είναι το αντίθετο του εκδημοκρατισμού και την ορίζουν ως «μια διαδικασία αλλαγής καθεστώτος προς τον αυταρχισμό, η οποία καθιστά την άσκηση πολιτικής εξουσίας πιο αυθαίρετη και καταπιεστική και περιορίζει τον χώρο για δημόσια αντιπαράθεση και πολιτική συμμετοχή» (Cassani & Tomini, 2019). Οι Lührmann και Lindberg ορίζουν την αυταρχικοποίηση ως «κάθε απομάκρυνση από την πλήρη δημοκρατία» (Lührmann & Lindberg, 2019). Μάλιστα, τονίζουν ότι η αυταρχικοποίηση, ως ένας γενικός όρος, περιλαμβάνει τόσο τις απότομες πτώσεις της δημοκρατίας όσο και τις βαθμιαίες αλλαγές, που μπορεί να συμβούν τόσο εντός όσο και εκτός δημοκρατικών καθεστώτων, οδηγώντας σε εξασθένιση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών και σε συνθήκες αυξημένου αυταρχισμού (Lührmann & Lindberg, 2019).

Η έννοια της αυταρχικοποίησης είναι ευρύτερη σε σχέση με τον συχνά χρησιμοποιούμενο όρο «democraticbacksliding», ο οποίος αναφέρεται σε μια ακούσια επιστροφή σε προηγούμενα ιστορικά στάδια (Lührmann & Lindberg, 2019). Ορισμένοι ερευνητές προτείνουν τη χρήση του όρου «δημοκρατική υποχώρηση» για να περιγράψουν την αποδυνάμωση των δημοκρατικών χαρακτηριστικών (Lührmann & Lindberg, 2019). Η Bermeo ορίζει τη δημοκρατική υποχώρηση ως «την υπονόμευση ή την εξάλειψη από το κράτος οποιωνδήποτε πολιτικών θεσμών που στηρίζουν μια υπάρχουσα δημοκρατία» (Bermeo, 2016). Οι Waldner και Lust περιγράφουν τη δημοκρατική υποχώρηση ως «μια επιδείνωση των χαρακτηριστικών που σχετίζονται με τη δημοκρατική διακυβέρνηση, σε οποιοδήποτε καθεστώς»(Waldner & Lust, 2018).

 

Παραδοσιακές και Σύγχρονες Μορφές Κατάρρευσης της Δημοκρατίας

Στο βιβλίο τους How Democracies Die, οι Levitsky και Ziblatt τονίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο τείνουμε να σκεφτόμαστε το τέλος των δημοκρατιών είναι «στα χέρια ανδρών με όπλα» (Levitsky & Ziblatt, 2018). Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, σχεδόν το 75% των καταρρεύσεων δημοκρατιών οφείλονταν σε πραξικοπήματα. Δημοκρατίες σε χώρες όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Ουρουγουάη έπεσαν με αυτόν τον τρόπο (Levitsky & Ziblatt, 2018). Στα πιο πρόσφατα παραδείγματα, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα ανέτρεψαν τον πρόεδρο της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι το 2013 και την Πρωθυπουργό της Ταϊλάνδης Γινγκλάκ Σιναουάτρα το 2014. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η δημοκρατία κατέρρευσε μέσω στρατιωτικής βίας και καταναγκασμού (Levitsky & Ziblatt, 2018).

Ωστόσο, μια σειρά από νέες μελέτες για την αυταρχικοποίηση φαίνεται να έχουν οδηγήσει σε μια αναδυόμενη συναίνεση ως προς ένα κρίσιμο συμπέρασμα: η διαδικασία αυταρχικοποίησης πλέον διαφέρει (Lührmann & Lindberg, 2019). Στο παρελθόν, οι δημοκρατικές καταρρεύσεις συνήθως εκδηλώνονταν ξαφνικά (π.χ. στρατιωτικά πραξικοπήματα, τα οποία μπορούσαν να εντοπιστούν εύκολα εμπειρικά). Σήμερα, τα πολυκομματικά καθεστώτα φθίνουν σταδιακά, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη τη σαφή αναγνώριση του σημείου όπου η δημοκρατία παύει να υφίσταται ουσιαστικά (Lührmann & Lindberg, 2019). Στη σύγχρονη εποχή, δηλαδή, οι δημοκρατίες καταρρέουν με διαφορετικό τρόπο (Levitsky & Ziblatt, 2018). Παραδοσιακές μορφές δικτατορίας, όπως ο φασισμός, ο κομμουνισμός ή η στρατιωτική διακυβέρνηση, έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί από το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Τα στρατιωτικά πραξικοπήματα και οι βίαιες καταλήψεις εξουσίας είναι ολοένα και πιο σπάνια, ενώ οι περισσότερες χώρες εξακολουθούν να διεξάγουν τακτικές εκλογές. Παρ’ όλα αυτά, οι δημοκρατίες παραμένουν ευάλωτες, με τη διάβρωσή τους να λαμβάνει πλέον πιο λεπτές και δυσδιάκριτες μορφές (Levitsky & Ziblatt, 2018).

Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η πλειονότητα των δημοκρατικών καταρρεύσεων δεν προήλθε από στρατιωτικές επεμβάσεις, αλλά από εκλεγμένους ηγέτες. Πρόσωπα όπως ο Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα υπονόμευσαν δημοκρατικούς θεσμούς, μια τάση που παρατηρείται σε χώρες όπως η Γεωργία, η Ουγγαρία, η Νικαράγουα, το Περού, οι Φιλιππίνες, η Πολωνία, η Ρωσία, η Σρι Λάνκα, η Τουρκία και η Ουκρανία. Στη σύγχρονη εποχή, η υποχώρηση της δημοκρατίας συχνά ξεκινά από την κάλπη (Levitsky & Ziblatt, 2018). Πολλές από τις ενέργειες που αποδυναμώνουν τη δημοκρατία φαίνονται «νόμιμες», καθώς εγκρίνονται από τα κοινοβούλια ή επικυρώνονται από τα δικαστήρια. Συχνά παρουσιάζονται ως μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στη βελτίωση της δημοκρατίας (Levitsky & Ziblatt, 2018). Τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να συνεχίζουν να λειτουργούν, αλλά συχνά εξαναγκάζονται σε αυτολογοκρισία ή εξαγοράζονται από συμμάχους της εξουσίας. Οι πολίτες συνεχίζουν να εκφράζουν την κριτική τους, αλλά συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με νομικές ή οικονομικές συνέπειες (Levitsky & Ziblatt, 2018).

Επιπλέον, οι πολιτικοί δεν αποκαλύπτουν πάντα τις αυταρχικές τους προθέσεις πριν αναλάβουν την εξουσία. Κάποιοι τηρούν δημοκρατικές αρχές στην αρχή της καριέρας τους, μόνο και μόνο για να τις εγκαταλείψουν αργότερα (Levitsky & Ziblatt, 2018). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Όρμπαν και το κόμμα του, Fidesz, υπερασπίζονταν τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατά την πρώτη του θητεία ως πρωθυπουργός, από το 1998 έως το 2002, κυβέρνησε δημοκρατικά. Ωστόσο, η στροφή του προς τον αυταρχισμό μετά την επάνοδό του στην εξουσία το 2010 αποτέλεσε μια απότομη και απρόσμενη εξέλιξη(Levitsky & Ziblatt, 2018). Η Ουγγαρία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του γεγονότος ότι οι δημοκρατικές καταρρεύσεις μπορούν να συμβούν ακόμη και σε χώρες που στο παρελθόν θεωρούνταν πρότυπα για την επίτευξη των κριτηρίων προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και οι οποίες, για αυτόν τον λόγο, δεν θεωρούνταν πιθανό να υποστούν δημοκρατική οπισθοδρόμηση (Haglund, Schulze, & Vangelov, 2022). Σήμερα, η χώρα δεν θεωρείται πλέον συνταγματική δημοκρατία ικανή να διασφαλίσει μια ομαλή εναλλαγή εξουσίας. Η πτώση της Ουγγαρίας από τη δημοκρατική της κατάσταση μέσα σε μόλις 13 χρόνια αποτελεί, αναμφίβολα, ένα από τα πιο απροσδόκητα παραδείγματα δημοκρατικής υποχώρησης (Halma, 2024).

Την άνοιξη του 2010, η δεξιά κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν ανέλαβε την εξουσία. Έκτοτε, έχει προχωρήσει σε βαθιές αλλαγές στο δημόσιο νομικό σύστημα της χώρας. Η κυβέρνηση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα χωρίς εξωτερική διαβούλευση, μείωσε σημαντικά το σύστημα των checks and balances και διέλυσε την έννοια της κοινής διακυβέρνησης (Bozóki, 2012). Πιο συγκεκριμένα, αφού εξασφάλισε μια πλειοψηφία δύο τρίτων στο κοινοβούλιο το 2010, το κόμμα Fidesz χρησιμοποίησε την υπερπλειοψηφία του για να τροποποιήσει το σύνταγμα και τους εκλογικούς νόμους μονομερώς, με σκοπό να εδραιώσει την εξουσία του (Levitsky & Ziblatt, 2018). Εισήγαγε νέους εκλογικούς κανόνες που ευνοούσαν το μεγαλύτερο κόμμα (Fidesz) και χειραγώγησε τα όρια των εκλογικών περιφερειών για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο αριθμό εδρών. Επιπλέον, επέβαλε απαγόρευση διαφημίσεων προεκλογικής εκστρατείας στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης, περιορίζοντας την τηλεοπτική εκστρατεία στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό, ο οποίος ελέγχονταν από υποστηρικτές του Fidesz (Levitsky & Ziblatt, 2018). Οι επιπτώσεις αυτών των θεσμικών αλλαγών ήταν εμφανείς στις εκλογές του 2014: παρά την σημαντική πτώση του ποσοστού ψήφων του Fidesz, από το 53% το 2010 στο 44,5% το 2014, το κυβερνών κόμμα κατάφερε να διατηρήσει την πλειοψηφία των δύο τρίτων (Levitsky & Ziblatt, 2018).

Στις εκλογές του 2014 και του 2018, το Fidesz πέτυχε υπερπλειοψηφίες στο κοινοβούλιο με λιγότερο από το μισό των ψήφων. Ένα σημαντικό κομμάτι της εκλογικής επιτυχίας του Όρμπαν οφείλεται σε ένα εκλογικό σύστημα που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε οποιαδήποτε διάσπαση στην αντιπολίτευση να οδηγεί αυτομάτως σε υπερπλειοψηφίες για το κυβερνών κόμμα (Scheppele, 2022). Το 2022, ο Όρμπαν πέτυχε τη μεγαλύτερη εκλογική του νίκη, κατακτώντας το 83% των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών και το 54% των ψήφων για τις κομματικές λίστες. Με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο διατήρησε την υπερπλειοψηφία του δύο τρίτων στο κοινοβούλιο, αλλά απέκτησε πλέον μια σταθερή πλειοψηφία με το 68% των εδρών (Scheppele, 2022). Η εξουσία έχει συγκεντρωθεί σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό στα χέρια του πρωθυπουργού, ο οποίος έχει εργαστεί μεθοδικά για να εγκαθιδρύσει μια συγκεντρωτική δομή διακυβέρνησης, υλοποιώντας την ιδέα του για μια «κεντρική αρένα εξουσίας» (Bozóki, 2012). Από το 2010, ο Όρμπαν απολαμβάνει ανεξέλεγκτη εξουσία, φτάνοντας στο σημείο να βρίσκεται υπεράνω του ίδιου του νόμου (Scheppele, 2022). Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ben Rhodes, «Ο Όρμπαν έχει αποδείξει ότι ένας ηγέτης και το κόμμα του, μετά από μια εκλογική νίκη, μπορούν να υπονομεύσουν τη δημοκρατία, προσφέροντας παράλληλα στο κοινό ένα σταθερό «κοκτέιλ» εθνικισμού και μίσους» (Rhodes, 2020).

 

 Επίλογος 

Αν αυτή η ανάλυση καταδεικνύει κάτι, είναι ότι φαίνεται να αναδύεται ένα συγκεκριμένο μοτίβο για το πώς εξελίσσεται διαδοχικά η αυταρχικοποίηση: η καταστολή των εκλογών συνήθως ακολουθεί μετά από περιορισμούς στις δυνατότητες των μέσων ενημέρωσης και της κοινωνίας των πολιτών να προειδοποιούν για την κατάσταση (Maerz, Lührmann, Hellmeier, Grahn, & Lindberg, 2020). Η περίπτωση της Ουγγαρίας αναδεικνύει την ευάλωτη φύση της δημοκρατίας όταν πέφτει σε λάθος χέρια. Όταν μιλάμε για δημοκρατία, άλλωστε, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι δεν είναι κάτι εγγυημένο, αλλά παραμένει ένα κατασκεύασμα εύθραυστο, ατελές και υπό διαρκή εξέλιξη (Karayannopoulos, 2024). Αν και τα χτυπήματα που έχει δεχθεί η δημοκρατία τα τελευταία χρόνια είναι πολλά, αν κατανοήσουμε τις παγκόσμιες τάσεις που μας έφεραν μέχρι εδώ, μπορούμε να επαναφέρουμε την πολιτική ισορροπία προς τη δική μας κατεύθυνση και να εκμεταλλευτούμε αυτή την ευκαιρία με μια νέα αντίληψη για τον φιλελευθερισμό και την ίδια την δημοκρατία (Rhodes, 2024).

 

Αναφορές

Bermeo, N. (2016). On Democratic Backsliding. Journal of Democracy, 5-19.

Bernhard, M. (2021). Democratic Backsliding in Poland and Hungary. Cambridge University Press.

Bozóki, A. (2012). The transition from liberal democracy: The political crisis in Hungary. Mediations.

Cassani, A., & Tomini, L. (2019). Autocratization in post-Cold War Political Regimes. Palgrave Macmillan Cham.

Cassani, A., & Tomini, L. (2020). Trajectories and Modes of Autocratization in the Early 21st Century. Partecipazione e Conflitto, 1540.

Diamond, L. (2008). The Spirit of Democracy The Struggle to Build Free Societies Throughout the World. New York : Henry Holt and Company.

Haglund, D. G., Schulze, J., & Vangelov, O. (2022). Hungary’s Slide Toward Autocracy: Domestic and External Impediments to Locking In Democratic Reforms. Political Science Quarterly, 675–713.

Halma, G. (2024). From Liberal Democracy to Illiberal Populist Autocracy: Possible Reasons for Hungary’s Autocratization. Hague Journal on the Rule of Law, 439–463.

Karayannopoulos, A. (2024). Transformations of Democracy: The establishment of illiberal democracy in Hungary and Poland . Friedrich Naumann Foundation For Freedom, 28-36.

Levitsky, S., & Ziblatt, D. (2018). How democracies die. New York: Crown Publishing Group.

Lührmann, A., & Lindberg, S. (2019). A third wave of autocratization is here: what is new about it? Informa UK Limited.

Maerz, S. F., Lührmann, A., Hellmeier, S., Grahn, S., & Lindberg, S. (2020). State of the world 2019: autocratization surges – resistance grows. Taylor & Francis Online, 909-927.

Rhodes, B. (2020). The Path to Autocracy. The Atlantic.

Rhodes, B. (2024, November). I Study Guys Like Trump. There’s a Reason They Keep Winning. From The New York Times: https://www.nytimes.com/2024/11/08/opinion/republicans-democrats-trump.html

Scheppele, K. L. (2022). How Viktor Orbán Wins. Journal of Democracy, 45–61.

Waldner, D., & Lust, E. (2018). Unwelcome Change: Coming to Terms with Democratic Backsliding. Annual Reviews.

 

Πηγή εικόνας κειμένου:  https://www.euronews.com/my-europe/2022/04/02/twelve-years-of-orban-how-the-eu-has-failed-to-rein-in-hungary-s-democratic-backsliding