Γράφει η Δήμητρα-Αγάπη Λαγούδη
Εισαγωγή
Η σχέση μεταξύ κράτους και Εκκλησίας αποτέλεσε αντικείμενο έντονου προβληματισμού στην ιστορική πορεία των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ο Γουίτμαν χαρακτηριστικά επισημαίνει ότι, «σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, στο πέρασμα των αιώνων, το κράτος έχει αναλάβει τον κοινωνικό ρόλο της Εκκλησίας, οδηγώντας έτσι σε μια γενικευμένη κοσμικοποιημένη δημόσια σφαίρα». Αν και συχνά ο όρος «θεοκρατικό κράτος» μας παραπέμπει – και όχι άδικα- σε αυτά της Μέσης Ανατολής, ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα κρατικής οντότητας που οικοδομήθηκε πάνω στον θεμελιώδη λίθο της Εκκλησίας είναι το Βατικανό. Στην συγκεκριμένη έρευνα, λοιπόν, θα μας απασχολήσει η σταδιακή αλλά σταθερή άνοδος της δύναμης της Εκκλησίας που παρατηρήθηκε κατά τον Μεσαίωνα στον χώρο της πρώην δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η διαμόρφωση της μεθόδου εκλογής της παπικής ηγεσίας (canon law). Παράλληλα, θα εξεταστούν ορισμένα νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από τη σύσταση του κράτους του Βατικανού και κατά πόσο αυτά κλονίζουν τη διεθνή του υπόσταση.
Εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία
Με τη νομιμοποίηση του Χριστιανισμού τον 4ο αιώνα μ.Χ. από τον Μέγα Κωνσταντίνο, μεταβλήθηκε ουσιαστικά και η σχέση ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και την Εκκλησία. Στο πλαίσιο αυτό, ο αυτοκράτορας άρχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στις παπικές εκλογές, είτε προεδρεύοντας της διαδικασίας είτε, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιβάλλοντας τον υποψήφιο της επιλογής του. Τον 6ο αιώνα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός επέβαλε την αρχή να μην είναι έγκυρη η χειροτονία του νεοεκλεγμένου πάπα μέχρις ότου αυτή εγκριθεί από τον αυτοκράτορα. Δύο αιώνες αργότερα, οι Καρολίγγειοι βασιλιάδες των Φράγκων μετέφεραν την αρμοδιότητα αυτή στο πρόσωπο των δυτικών ηγετών, οι οποίοι πλέον θα απολάμβαναν τα δικαιώματα και τα προνόμια που είχε ορίσει ο Ιουστινιανός. Στη συνέχεια, κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα, η διαδικασία ανάδειξης του πάπα, βρισκόταν υπό τον έλεγχο της αυτοκρατορικής εξουσίας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον διορισμό τους από τον Όττο Α΄ και, αργότερα, από τον Ερρίκο Γ΄.
Ο 11ος αιώνας αποτέλεσε μια άκρως μεταβατική περίοδο για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, καθώς έλαβαν χώρα καθοριστικές ανακατατάξεις που συνδέονταν, μεταξύ άλλων, με τη διαμάχη ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την κρατική εξουσία. Μετά το σχίσμα του 1054 η ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ανέπτυξε το δικό της εκκλησιαστικό δίκαιο υπό την ηγεσία του Πατριάρχη, ενώ η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ξεκίνησε να οδεύει προς μια γενικότερη ισχυροποίηση του κλήρου και ειδικότερα του πάπα. Το κλίμα της εποχής αντικατοπτρίζει η γρηγοριανή μεταρρύθμιση, της οποίας κύρια αντικείμενα προβληματισμού ήταν η διασφάλιση της ηθικής ακμαιότητας και της ανεξαρτησίας του κλήρου. Αναλυτικότερα, η έως τότε καθιερωμένη μέθοδος την ενθρόνισης των επισκόπων και των ηγουμένων από κοσμικούς άρχοντες απαγορεύτηκε για πρώτη φορά από τον πάπα Γρηγόριο Ζ’ σε Σύνοδο που ο ίδιος συγκάλεσε στο παλάτι του Λατερανού τον Νοέμβριο του 1078 στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος Γ’, αρνούμενος να συμμορφωθεί στο νέο status quo που επέτασσε η βούληση του πάπα, ήρθε σε ρήξη μαζί του, γεγονός που οδήγησε τον τελευταίο όχι μόνο στο να αφορίσει τον Ερρίκο, αλλά και να τον καθαιρέσει από βασιλιά. Με το τρίτο Συμβούλιο του Λατερανού(1179) όλοι οι καρδινάλιοι μετατράπηκαν σε εκλέκτορες και καθιερώθηκε η αρχή της πλειοψηφίας των 2/3 στην ψηφοφορία. Κομβική για τη διαμόρφωση του συστήματος εκλογής του πάπα υπήρξε η συμβολή του πάπα Γρηγορίου Ι΄, ο οποίος στο δεύτερο Συμβούλιο της Λυών(1274) ενέταξε στο κανονικό εκκλησιαστικό δίκαιο την ιδέα του κονκλαβίου. Η λέξη «κονκλάβιο» προέρχεται από τις λατινικές λέξεις cum και clave(«με κλειδί») και αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η παπική εκλογή: οι καρδινάλιοι απομονώνονται σε κλειδωμένο χώρο, ώστε να διασφαλιστεί η ανεπηρέαστη και απερίσπαστη λήψη της απόφασής τους, μακριά από εξωτερικές πιέσεις και επιρροές.
Αναλυτικότερα, στην περίπτωση που ο πάπας απεβιώσει ή αποσυρθεί, η διαχείριση της Καθολικής Εκκλησίας κληροδοτείται στα χέρια του Κολλεγίου των Καρδιναλίων, οι οποίοι είναι επίσκοποι και αξιωματούχοι του κράτους του Βατικανού. Συγκεκριμένα, περίπου 15 με 20 μέρες μετά την κένωση της θέσης του πάπα, οι καρδινάλιοι συγκεντρώνονται στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου για την τέλεση Θείας Λειτουργίας στην οποία καλούν τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος για την εκλογή του νέου πάπα. Μάλιστα, μόνο οι καρδηνάλιοι κάτω των 80 ετών δικαιούνται να λάβουν μέρος στην ψηφοφορία, η οποία είναι μυστική. Καθημερινά διεξάγονται τέσσερις γύροι ψηφοφορίας μέχρις ότου συγκεντρωθεί η ψηφοφορία των 2/3 από κάποιον υποψήφιο. Για όσο δεν επιτυγχάνεται η διαδικασία, τα ψηφοδέλτια καίγονται σε ένα καζάνι με χημικά, τα οποία παράγουν έναν παχύ μαύρο καπνό. Όταν κάποιος υποψήφιος συγκεντρώσει την απαραίτητα πλειοψηφία, ο κοσμήτορας του Κολλεγίου των Καρδιναλίων, αφού τον ρωτήσει αν αποδέχεται το παπικό αξίωμα, τον ανακηρύσσει πάπα αναφωνώντας “Habemus papam”(=έχουμε πάπα) από το μπαλκόνι της Βασιλικής. Τέλος, τα ψηφοδέλτια του τελευταίου γύρου καίγονται με χημικά που παράγουν λευκό καπνό, ο οποίος συμβολίζει την αίσια ολοκλήρωση της διαδικασίας ανάδειξης νέου πάπα.
Η σύσταση του κράτους του Βατικανού
Μολονότι ανά τους αιώνες η χωρική έκταση και η κοσμική δύναμη του παπικού κράτους είχαν υποστεί πολλούς μετασχηματισμούς, ένα στοιχείο παρέμενε απαράλλαχτο και αυτό ήταν η προεξάρχουσα θέση του πάπα και η ταύτιση στο πρόσωπό του των ρόλων του κοσμικού και του εκκλησιαστικού άρχοντα. Η εξέλιξη της διεθνούς θέσης του Βατικανού μπορεί να χωριστεί σε τρία στάδια.
Το πρώτο περιλαμβάνει την περίοδο από τον Μεσαίωνα μέχρι το 1870. Το δεύτερο εκτείνεται από το 1870 μέχρι το 1929, ενώ το τρίτο περικλείει το εναπομένον διάστημα από το 1929 ως και σήμερα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου σταδίου το παπικό κράτος, με πρωτεύουσα τη Ρώμη, είχε τη μορφή οργανωμένης και ανεξάρτητης Πολιτείας που διέφερε από τις υπόλοιπες τόσο ως προς την ιδιομορφία της συμπτώσεως της κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο πρόσωπο του Ποντίφικα, όσο και στις λοιπές πολιτειακές δομές. Την κατάσταση επιβεβαιώνει και το άρθρο 103 της Συνθήκης της Βιέννης της 9ης Ιουνίου 1815, με το οποίο επιστράφηκαν στο παπικό κράτος τα εδάφη που του είχε αποσπάσει ο Ναπολέων. Παρά ταύτα, η ύπαρξη ενός παπικού κράτους μέσα στην ιταλική χερσόνησο εμπόδιζε την -επιχειρούμενη εκείνη την περίοδο- ιταλική ολοκλήρωση. Τα στρατεύματα του Βίκτωρα Εμμανουήλ κατέλαβαν στις 20 Σεπτεμβρίου 1870 τη Ρώμη και κατέλυσαν το παπικό κράτος, προσαρτώντας τα εδάφη του στο Ιταλικό. Έτσι γεννήθηκε στο Βατικανό ένα ιδιόμορφο εσωτερικό καθεστώς εκκλησιαστικής εξουσίας, αφού τα μόνα προνόμια που του παραχωρήθηκαν από την Ιταλία με τον λεγόμενο «Νόμο των Εγγυήσεων» του 1871, αφορούσαν στο απαραβίαστο του προσώπου του Πάπα, το δικαίωμα της ενεργητικής και παθητικής διπλωματικής εκπροσωπήσεως και της διατηρήσεως ίδιας σημαίας, ενώ ουδεμία αναφορά έγινε στην αναγνώριση αυτόνομης παπικής επικράτειας. Το Βατικανό φυσικά δεν αναγνώριζε αυτό το νέο status quo, υποστηρίζοντας το ακατάλυτο της πολιτειακής του υποστάσεως. Η σύμπραξη της Αγίας Έδρας ως συμβαλλόμενου μέρους στη συνθήκη του Λατερανού επιβεβαιώνει ότι η τελευταία εν τοις πράγμασι ποτέ δε σταμάτησε να αποτελεί υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της διεθνούς έννομης τάξεως. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 1929 συνήφθη μεταξύ της Αγίας Έδρας και του –υπό τον Μουσολίνι τότε- Βασιλείου της Ιταλίας ιδρυτική για το κράτος του Βατικανού συνθήκη, σύμφωνα με την οποία η Αγία Έδρα αποκτά σε αυτό την «πλήρη κυριότητα» καθώς και την «αποκλειστική και απόλυτη εξουσία της κυριαρχικής δικαιοδοσίας» (άρθρο 3). Αναγνωρίστηκε ακόμη η βατικανική ιθαγένεια, καθώς οι μόνιμοι κάτοικοι του Βατικανού τέθηκαν υπό την κυριαρχία της Αγίας Έδρας (άρθρο 9). Τέλος, θεσπίστηκε η διαρκής ουδετερότητα και το απαραβίαστο του εδάφους του Βατικανού, με την Αγία Έδρα να δηλώνει πως «επιθυμεί να παραμείνει και θα παραμείνει ξένη προς τις κοσμικές διαμάχες μεταξύ των άλλων κρατών και προς τις διεθνείς συνδιασκέψεις που συγκαλούνται για τον σκοπό αυτό, εκτός αν τα μέρη που έχουν μια διαφορά επικαλεστούν ομόφωνα την ειρηνική αποστολή της» (άρθρο 24).
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι την ίδια κιόλας μέρα της ανταλλαγής των εγγράφων επικυρώσεως της Συνθήκης του Λατερανού(7 Ιουνίου 1929), η πόλη του Βατικανού εξέδωσε έξι νόμους. Ο πρώτος από αυτούς ονομάζεται «Θεμελιώδης Νόμος» και οριοθετεί τη μορφή της δημόσιας εξουσίας, θεσπίζοντας ότι ο πάπας ασκεί τη νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα Αγία Έδρα, μέσα στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λατερανού, διοικεί την Πόλη του Βατικανού με επικεφαλής τον Ποντίφικα, ο οποίος έχει μεταβιβάσει την δικαιοδοτική εξουσία σε δικαστήρια τριών βαθμών, ενώ σήμερα η διοίκηση ασκείται με τη συνδρομή του κολεγίου των καρδιναλίων.
Πληροί τις προϋποθέσεις του κράτους;
Η έννοια του κράτους δεν ορίζεται επακριβώς σε κανένα από τα θεμελιώδη συμβατικά κείμενα του διεθνούς δικαίου, καθώς η σύστασή του αντιμετωπίζεται κυρίως ως ένα πραγματικό γεγονός. Σε θεωρητικό επίπεδο, ωστόσο, το διεθνές δίκαιο παραδοσιακά φαίνεται να εξετάζει αν συρρέουν σε μία νομική οντότητα που διεκδικεί την ιδιότητα του κράτους τα εξής τρία χαρακτηριστικά: Λαός, έδαφος και αυθυπόστατη πολιτική εξουσία.
Ιθαγένεια
Πρώτον, ο λαός συνίσταται από τους πολίτες ενός κράτους, δηλαδή όσους έχουν την ιθαγένεια και τελούν κοινωνική, ψυχολογική, αλλά κυρίως νομική σχέση με αυτό. Εξετάζοντας την περίπτωση του Βατικανού, το άρθρο 9 της Συνθήκης του Λατερανού ορίζει ότι «στην κυριαρχία της Αγίας Έδρας υπόκεινται όλα τα πρόσωπα τα οποία έχουν μια σταθερή διαμονή στην πόλη του Βατικανού. Η διαμονή αυτή δε χάνεται από το πρόσκαιρο γεγονός της παραμονής αλλού, αν το γεγονός αυτό δε συνοδεύεται από μια απώλεια της κατοικίας στην ίδια την πόλη ή από άλλες συνθήκες που αποδεικνύουν την εγκατάλειψη της κατοικίας αυτής». Έτσι, κατοχυρώνεται το κριτήριο της «σταθερής διαμονής» ως αποφασιστικό για την υπαγωγή στη δικαιοδοσία της Αγίας Έδρας και η απώλεια της κατοικίας συνεπάγεται και την απώλεια της ιθαγένειας. Οι αρχές αυτές ενισχύονται και από τον βατικανικό νόμο της 7ης Ιουνίου 1929 «περί πολιτικών δικαιωμάτων και παραμονής», ο οποίος ορίζει ότι η βατικανική ιθαγένεια αποκτάται με την ανάληψη διοικητικών καθηκόντων στην υπηρεσία της Αγίας Έδρας και εκτείνεται σε ορισμένα μέλη της οικογένειάς του. Η λήξη της υπηρεσίας αυτής συνήθως φέρει ως επακόλουθο τη διακοπή της διαμονής στο Βατικανό, απότοκη της οποίας είναι και η απώλεια της ιθαγένειας. Ωστόσο, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά δεν καθίστανται ανιθαγενή, αλλά στην περίπτωση που δεν αποκτούν ή αποκτούν κάποια άλλη ιθαγένεια, γίνονται αυτοδικαίως ιταλοί πολίτες(Συνθήκη του Λατερανού). Από πολλούς έχει αμφισβητηθεί το αν πληρούται επαρκώς το κριτήριο της ύπαρξης λαού στο Βατικανό, αφού ο μόνιμος πληθυσμός δεν υπερβαίνει τα 1.000 άτομα. Ωστόσο, δεν έχει τεθεί με κανέναν γενικό κανόνα τόσο του διεθνούς, όσο και του εθνικού δικαίου κάποιο ποσοτικό-αριθμητικό κριτήριο για τον προσδιορισμό μιας πληθυσμιακής ομάδας ως ικανής να αποτελέσει φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στη διεθνή έννομη τάξη.
Έδαφος
Το έδαφος αποτελεί την περιοχή εντός της οποίας είναι εγκατεστημένος ο λαός και ασκούνται, κατά κανόνα, οι εξουσίες του κράτους. Σύμφωνα με τον Kelsen, το έδαφος είναι η «σφαίρα που καθορίζει την έκταση ισχύος της κρατικής έννομης τάξης». Ουκ ολίγες φορές έχει αμφισβητηθεί κατά πόσο τα 0,44 τετραγωνικά χιλιόμετρα του Βατικανού επαρκούν για την πλήρωση του εδαφικού κριτηρίου που εμπεριέχεται στην έννοια του κράτους. Χαρακτηριστικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας(ΣτΕ) στο Πρακτικό 822/1979, δέχθηκε πως το έδαφος του Βατικανού είναι «λίαν περιορισμένον» και, ως εκ τούτου, αμφισβήτησε τη νομική του φύση ως κράτους.
Η κρίση αυτή, ωστόσο, παραβλέπει να ενσωματώσει το καθοριστικό στοιχείο της κυριαρχίας, το οποίο στο διεθνές δίκαιο είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το στοιχείο του εδάφους. Δεδομένου ότι το έδαφος του Βατικανού παραχωρήθηκε από την Ιταλία στην Αγία Έδρα με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση κυριαρχίας από την τελευταία, τα κοινωνικά, οικονομικά ή πολιτικά κριτήρια που οδήγησαν στη Συνθήκη του Λατερανού καθίστανται νομικά αδιάφορα· κατά κανόνα, από καθαρά νομική πλευρά, το έδαφος αποκτάται για να ασκηθεί επ’ αυτού κυριαρχία. Επομένως, αν συσχετισθούν τα στοιχεία του εδάφους και της κυριαρχίας, καταρρίπτεται το ποσοτικό κριτήριο που έθεσε το ΣτΕ, το οποίο, μάλιστα, δεν ερείδεται σε κανέναν κατοχυρωμένο κανόνα του διεθνούς δικαίου.
Βατικανό και κρατική αρμοδιότητα
Στα πλαίσια του πρακτικού που αναφέρθηκε και παραπάνω, το ΣτΕ αμφισβήτησε την αυθυποστασία του Βατικανού και με βάση το κριτήριο της κρατικής αρμοδιότητας. Συγκεκριμένα, υποστήριξε πως η αυτή περιορίζεται στον θρησκευτικό τομέα και άρα δεν είναι γενική, αφού επικεφαλής είναι ο Ποντίφικας, δηλαδή ένας θρησκευτικός αρχηγός. Η έννοια της αρμοδιότητας άλλοτε ταυτίζεται με την κυριαρχία, δηλαδή τη νομική ανεξαρτησία απέναντι σε άλλα κράτη, άλλοτε με την έννοια της μοναδικότητας στην άσκηση των εξουσιών μέσα σε ένα κράτος, ενώ άλλοτε νοείται ως η νομική εξουσία που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο σε ένα κράτος να διενεργεί ορισμένες πράξεις. Ως προς το θέμα του κυρίαρχου και αρμόδιου για την άσκηση κρατικής εξουσίας οργάνου, η Συνθήκη του Λατερανού πράγματι δημιουργεί ασάφειες σε ορισμένα σημεία, καθώς στο άρθρο 26 παρ.2 ορίζει ότι «η Ιταλία αναγνωρίζει το κράτος της πόλεως του Βατικανού υπό την κυριαρχία του ανώτατου άρχοντα Ποντίφικα», ενώ στο δεύτερο άρθρο της ίδιας συνθήκης αναφέρεται ότι «η Ιταλία αναγνωρίζει την κυριαρχία της Αγίας Έδρας στο διεθνές πεδίο». Ο προβληματισμός σχετικά με την ύπαρξη δύο υποκειμένων διεθνούς δικαίου, ωστόσο, υφίσταται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αφού στη διεθνή πρακτική κανένα κράτος δεν έχει αμφισβητήσει τη δικαιοπρακτική ικανότητα της Αγίας Έδρας για λογαριασμό του κράτους του Βατικανού. Για παράδειγμα, η Σύμβαση της Βιέννης περί διπλωματικών σχέσεων αναφέρεται σε «αντιπροσώπους της Αγίας Έδρας» και όχι σε αντιπροσώπους της πόλεως του Βατικανού και κανένα κράτος δεν καταχώρησε επιφύλαξη για τη συγκεκριμένη διατύπωση . Αναφορικά με την θέση του Ποντίφικα- θρησκευτικού οργάνου στην άσκηση της κρατικής εξουσίας αξίζει να αναφερθεί και το παράδειγμα του Θιβέτ, το οποίο μέχρι το έτος 1951 ήταν κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος παρά την πλήρη σύμπτωση πολιτειακής και θρησκευτικής ηγεσίας στο πρόσωπο του Δαλάι Λάμα.
Επίλογος
Η ίδρυση και θεσμική συγκρότηση του κράτους του Βατικανού συνιστά ένα εξαιρετικά ιδιότυπο ιστορικο-νομικό φαινόμενο, το οποίο αναδεικνύει την ικανότητα της Αγίας Έδρας να ενσαρκώσει την κρατική κυριαρχία πέραν των συνήθων κοσμικών προτύπων. Μέσα από μια σταδιακή διαδικασία θεσμικής εδραίωσης -η οποία περιλαμβάνει τις παπικές εκλογές, την πλήρη θεσμική αυτοτέλεια της Αγίας Έδρας και την κατοχύρωση της κρατικής της υπόστασης με τη Συνθήκη του Λατερανού (1929)- διαμορφώνεται ένα sui generis κρατικό μόρφωμα, το οποίο στηρίζεται στον θεσμό του Ποντίφικα ως φορέα τόσο της πνευματικής όσο και της πολιτικής εξουσίας.
Παρά τις προκλήσεις που εγείρονται αναφορικά με τη χωρική περιοριστικότητα ή τον πληθυσμιακό του χαρακτήρα, το Βατικανό πληροί τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις του διεθνούς δικαίου για την αναγνώριση κρατικότητας(μόνιμος πληθυσμός, καθορισμένη επικράτεια, αποτελεσματική κυβέρνηση και δυνατότητα σύναψης διεθνών σχέσεων). Επιπλέον, η ενεργή και διαχρονικά σταθερή διπλωματική παρουσία της Αγίας Έδρας στο διεθνές σύστημα λειτουργεί ως εμπράγματη επιβεβαίωση της διεθνούς της υποκειμενικότητας.
Εν κατακλείδι, η περίπτωση του Βατικανού αναδεικνύει με ενάργεια ότι, ακόμη και στο πλαίσιο ενός σύγχρονου και σε μεγάλο βαθμό εκκοσμικευμένου διεθνούς περιβάλλοντος, η Εκκλησία μπορεί -υπό προϋποθέσεις ιστορικής συνέχειας, θεσμικής αυτονομίας και διεθνούς αναγνώρισης- να συγκροτήσει και να διατηρήσει κρατική οντότητα, αμφισβητώντας έμπρακτα τις καθιερωμένες αντιλήψεις περί κρατικότητας και κυριαρχίας.
Πηγή Εικόνας Άρθρου: https://www.pexels.com/photo/aerial-view-of-vatican-city-3892129/
Βιβλιογραφία
Blumenthal, U.-R. (n.d.). Gregorian Reform. Britannica
Encyclopedia Britannica, (τελευταία ενημέρωση 6.4.2025). Gregory XIII
United States Conference of Catholic Bishops, How is a new pope chosen?
Lumen learning, The development of papal supremacy
Frank J. Coppa (2025, 3 Μαρτίου) The modern papacy
«Νόμος των Εγγυήσεων»(Legge delle Guarentigie), 1871, Cathopedia
Holy See & Kingdom of Italy, (1929), Lateran Treaty, Rome(1929)
Kelsen Hans, “INTERNATIONAL LAW AS A COERCIVE ORDER: HANS KELSEN AND THE TRANSFORMATIONS OF SANCTION”
Συμβούλιο της Επικρατείας(ΣτΕ), Πρακτικό 822/1979
Vienna Convention on Diplomatic Relations(1961), Άρθρο 16
Κρατερός Μ. Ιωάννου, (1979), Βατικανό, ένα κράτος με αρνητικό πρόσημο, το διεθνές δίκαιο στα Πρακτικά Επεξεργασίας του ΣτΕ 822/1979 και 1005/1979, Κομοτηνή , εκδόσεις Αντ. Ν Σάκκουλα
Εμμανουήλ Ρούκουνας, (2021). Εγχειρίδιο Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου, Αθήνα, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
Witte, J. Jr., & Alexander, F. S. (Eds.). (2006). The Teachings of Modern Christianity on Law, Politics, and Human Nature. Columbia University Press.
Cassese, A. (2005). International Law. Oxford University Press.
James Q. Whitman, «Separating Church and State» (2008), Cambridge University Press
Final Act of the Congress of Vienna/General Treaty (1815), Art. 103, Oxford Public International Law