Γράφει η Νεφέλη Αναστασοπούλου – Ζωντανού
1.Εισαγωγή
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις αποτελούν πολυδιάστατα φαινόμενα που εκδηλώνονται σε ποικίλες μορφές, αλλά συχνά παρουσιάζουν επαναλαμβανόμενα πρότυπα και κοινά χαρακτηριστικά. Τυπικά, συνδέονται με μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εξελίξεις: απότομες μεταβολές στον ρυθμό επέκτασης της πίστωσης και στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, σοβαρές δυσλειτουργίες στη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση και στην πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση για επιχειρήσεις, νοικοκυριά ή κράτη, διαταραχές στους ισολογισμούς των οικονομικών παραγόντων, καθώς και εκτεταμένες παρεμβάσεις των κρατικών αρχών με τη μορφή ρευστότητας, εγγυήσεων ή ανακεφαλαιοποιήσεων (Stijn Claessens & Kose, 2013).
Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι, παρά τις επιμέρους διαφορές σε χρόνο, τόπο και αφορμές, οι χρηματοοικονομικές κρίσεις εντοπίζουν και αναδεικνύουν τις δομικές αδυναμίες των παγκόσμιων αγορών και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των χρηματοπιστωτικών και πραγματικών τομέων της οικονομίας. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί μια αναδρομική επισκόπηση ορισμένων από τις σημαντικότερες κρίσεις του 20ού και 21ου αιώνα, εστιάζοντας στα αίτια, την εξέλιξη και τις συνέπειές τους. Από το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση, έως τις κρίσεις που διαμορφώθηκαν υπό το πρίσμα της παγκοσμιοποίησης, όπως η Ασιατική κρίση του 1997 και η Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008, εξετάζονται επίσης οι στρατηγικές διαχείρισης που ακολουθήθηκαν από κράτη και διεθνείς οργανισμούς, καθώς και οι θεσμικές προκλήσεις που ανέκυψαν.
Η μελέτη αυτών των γεγονότων είναι καθοριστικής σημασίας όχι μόνο για την αποτροπή μελλοντικών κρίσεων, αλλά και για τη διαμόρφωση ενός πιο ανθεκτικού και αποτελεσματικού χρηματοπιστωτικού πλαισίου.
2. Ιστορική αναδρομή σε μεγάλες χρηματοοικονομικές κρίσεις
2.1. To Κραχ του 1929
Το Κραχ του 1929 αποτέλεσε μία από τις πιο καταστροφικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις στην ιστορία. Στις 24 Οκτωβρίου 1929, τη μέρα που έγινε γνωστή ως «Μαύρη Πέμπτη», οι τιμές των μετοχών άρχισαν να καταρρέουν, ενώ η πτώση συνεχίστηκε και στις 29 Οκτωβρίου(«Μαύρη Τρίτη»), προκαλώντας πανικό και αλυσιδωτές αντιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία. Η κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς των ΗΠΑ ήταν ο καταλύτης για τη Μεγάλη Ύφεση, η οποία επηρέασε τη διεθνή οικονομία για πολλά χρόνια.
Η δεκαετία του 1920 ήταν μια περίοδος ραγδαίας ανάπτυξης στις Ηνωμένες Πολιτείες, με την οικονομία να αναπτύσσεται με ρυθμό 4,7% ετησίως και την ανεργία να παραμένει χαμηλή στο 3,7%(Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ, 1975). Οι μεγάλες βιομηχανίες χρησιμοποίησαν σύγχρονες μεθόδους και τεχνολογίες, ενώ οι τράπεζες περιορίστηκαν από κανονισμούς που εμπόδιζαν την παροχή μεγάλων μακροπρόθεσμων δανείων, κάτι που οδήγησε τις επιχειρήσεις να στραφούν στις χρηματοδοτήσεις μέσω μετοχών και ομολόγων. Ως αποτέλεσμα, οι εμπορικές τράπεζες ίδρυσαν θυγατρικές επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά από το 1922 έως το 1931(Peach, 1941). Οι τιμές των μετοχών συνέχισαν να αυξάνονται με γοργό ρυθμό, ενώ το κλίμα στην αγορά ήταν αισιόδοξο, με επενδυτές να πιστεύουν ότι η οικονομική ευημερία θα διαρκούσε επ’ αόριστον.
Σύμφωνα με τον Galbraith (1954) και άλλους οικονομολόγους, όπως ο Kindleberger (1978), η οικονομική άνθηση της δεκαετίας του 1920 οδήγησε στη δημιουργία μιας χρηματιστηριακής φούσκας. Οι επενδυτές προέβαιναν σε αγορές μετοχών με σκοπό το άμεσο κέρδος, αγνοώντας συστηματικά τους κινδύνους και θεωρώντας ότι οι τιμές θα συνέχιζαν να αυξάνονται αδιάκοπα. Η «μανία» αυτή για επενδύσεις ενισχύθηκε από την ευκολία δανεισμού μέσω margin loans, δηλαδή δανείων για αγορά μετοχών με ενέχυρο τις ίδιες τις μετοχές, οδηγώντας σε υπερχρέωση και σε αύξηση του συστημικού κινδύνου για την αγορά.
Η κατάρρευση της αγοράς δεν προκλήθηκε από ένα συγκεκριμένο γεγονός· αντίθετα, η υπερβολική μόχλευση και η παράλογη αισιοδοξία κατέστησαν την αγορά ιδιαίτερα ευάλωτη. Όταν οι πρώτες πωλήσεις μετοχών πυροδότησαν ανησυχία, ακολούθησε κύμα μαζικών ρευστοποιήσεων, το οποίο μετέτρεψε τη διόρθωση σε πλήρη κατάρρευση(White, 1990).
Από την άλλη πλευρά, παρατηρητές όπως ο Charles Amos Dice(1929) και ο Irving Fisher(1930) υποστήριξαν ότι η άνοδος των τιμών των μετοχών ήταν, εν μέρει, δικαιολογημένη από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της εποχής, όπως η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η πρόοδος στη διοικητική οργάνωση των επιχειρήσεων. Αν και αναγνώριζαν την ύπαρξη στοιχείων κερδοσκοπίας, θεωρούσαν ότι η συνεχής οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσε να στηρίξει τα αυξημένα επίπεδα των τιμών. Ωστόσο, μετέπειτα ιστορικοί και οικονομολόγοι αμφισβήτησαν αυτή την προοπτική, επισημαίνοντας ότι οι οικονομικοί κύκλοι είναι εγγενώς κυκλικοί και δεν μπορούν να συντηρούνται επ’ αόριστον (White, 1990).
Συνεπώς, γίνεται κατανοητό ότι τα αίτια του Κραχ του 1929 είναι πολυσχιδή, με δύο βασικές ερμηνείες να επικρατούν. Η πρώτη εξηγεί την κατάρρευση ως φούσκα και παράλογη κερδοσκοπία, με υπερβολική αισιοδοξία και υπερχρέωση των επενδυτών, κάτι που έκανε την αγορά ευάλωτη σε μια ξαφνική πτώση. Η δεύτερη εξήγηση, από τους υποστηρικτές της θεμελιώδους προσέγγισης, θεωρεί ότι οι επενδύσεις στις μετοχές ήταν δικαιολογημένες λόγω των οικονομικών παραμέτρων, αλλά η άνοδος της αγοράς ήταν υπερβολική και μη βιώσιμη μακροπρόθεσμα. Τα δεδομένα για τις τιμές και τα μερίσματα των μετοχών αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη των τιμών το 1928-1929 υπερέβαινε τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη, ενισχύοντας την άποψη ότι η χρηματιστηριακή φούσκα τροφοδοτήθηκε από την κερδοσκοπία και την εύκολη πρόσβαση σε πίστωση(White, 1990). Η συντριβή της φούσκας, όταν η πίστωση εξαντλήθηκε, αποτέλεσε την απαρχή της Μεγάλης Ύφεσης, αποδεικνύοντας την ασταθή φύση μιας υπερβολικά αναπτυσσόμενης αγοράς που στηριζόταν σε υπερβολική αισιοδοξία και εύκολη χρηματοδότηση.
2.2. Η Πετρελαϊκή Κρίση του 1973
Η Πετρελαϊκή Κρίση του 1973-1974 ήταν μια καθοριστική στιγμή στην παγκόσμια οικονομία, η οποία φέρνει στο προσκήνιο την ευθραυστότητα της ενεργειακής ασφάλειας και τις πολιτικές διαστάσεις του πετρελαίου. Η κρίση αυτή συνδυάστηκε με την πολιτική ένταση της Μέσης Ανατολής και τις επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.
Πιο συγκεκριμένα, στις 17 Οκτωβρίου 1973, έξι χώρες παραγωγής πετρελαίου της Μέσης Ανατολής, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, ανακοίνωσαν μείωση της προσφοράς πετρελαίου κατά 5% και δεσμεύτηκαν για επιπλέον μείωση 5% κάθε μήνα, έως ότου οι ΗΠΑ σταματούσαν να εμποδίζουν τη λύση της Ισραηλινο-Παλαιστινιακής σύγκρουσης(Mitchell, 2009). Η πολιτική πίεση μέσω του πετρελαίου έδειξε τη δύναμη των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και τις επιπτώσεις της πολιτικής στις αγορές. Η μείωση της προσφοράς και οι πολιτικές κινήσεις των χωρών της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ που αύξανε την παραγωγή του, συνδυάστηκαν με την έλλειψη ανταγωνιστικής διαχείρισης των κυβερνήσεων και τον πανικό των καταναλωτών, που οδήγησαν σε υπερκατανάλωση και μεγάλες αυξήσεις τιμών(Adelman, 1972-1973).
Αναμφίβολα, παράγοντες όπως η πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή, η άνοδος του αραβικού εθνικισμού και οι ενέργειες σαμποτάζ, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αποσταθεροποίηση του παγκόσμιου πετρελαϊκού συστήματος από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα, συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των συνθηκών που οδήγησαν στην ενεργειακή κρίση. Οι συμφωνίες του OPEC το 1971 ενίσχυσαν σημαντικά την ισχύ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, ενώ η υποτίμηση του δολαρίου και η εθνικοποίηση των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών επέφεραν δραστικές αλλαγές στη διεθνή αγορά πετρελαίου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, γεγονότα όπως ο Πόλεμος των Έξι ημερών το 1967 και το αραβικό εμπάργκο προανήγγειλαν τις μελλοντικές αναταράξεις στις παγκόσμιες ροές ενέργειας. Κομβικό σημείο των εξελίξεων υπήρξε η σταδιακή απώλεια του ελέγχου της αγοράς πετρελαίου από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η παράλληλη άνοδος της επιρροής των χωρών της Μέσης Ανατολής.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι κυβερνητικές αντιδράσεις απέναντι στην κρίση υπήρξαν συχνά ανεπαρκείς. Τα επείγοντα μέτρα για τη διανομή καυσίμων, σε συνδυασμό με τη δυσλειτουργική εφαρμογή τους, επιδείνωσαν περαιτέρω την κατάσταση. Οι αντιδράσεις των αγορών και των καταναλωτών –όπως φάνηκε μέσα από το φαινόμενο του «αντίστροφου ελαστικού ζητήματος»(backward-bending supply curve), οδήγησαν σε υπερβολικές αυξήσεις τιμών, παρά τη μείωση της προσφοράς.
Η κρίση κατέστησε σαφές ότι η ενεργειακή ασφάλεια αποτελεί πλέον ζήτημα στρατηγικής σημασίας, καθώς το πετρέλαιο χρησιμοποιήθηκε όλο και περισσότερο ως εργαλείο άσκησης πολιτικής επιρροής. Αποτέλεσε ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η ενέργεια μπορεί να συνδέεται άμεσα με την πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις, και ανέδειξε την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές στη διαχείριση των ενεργειακών πόρων. Οι συνέπειες της κρίσης οδήγησαν σε επαναδιαπραγματεύσεις για τον έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου και διαμόρφωσαν τη σχέση μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών για δεκαετίες (Mitchell, 2010).
2.3. Ασιατική Κρίση του 1997
Η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997 ξεκίνησε με την υποτίμηση του ταϊλανδέζικου μπατ τον Ιούλιο του ίδιου έτους, γεγονός που προκάλεσε μια αλυσιδωτή αντίδραση κρίσεων σε χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπως η Ταϊλάνδη, η Νότια Κορέα και οι Φιλιππίνες, και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως η Ρωσία και η Βραζιλία. Η κρίση οδήγησε σε βαθιά ύφεση, με την ανεργία να αυξάνεται κατακόρυφα και τα επίπεδα διαβίωσης να υποχωρούν δραματικά, επηρεάζοντας κυρίως τα φτωχότερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα.
Αιτία της κρίσης
Καθοριστικό ρόλο στην όξυνση της κρίσης διαδραμάτισε η μείωση της δανειοδότησης από τις ιαπωνικές τράπεζες, οι οποίες είχαν ήδη υποστεί σοβαρές απώλειες λόγω της κατάρρευσης της φούσκας των ακινήτων και του χρηματιστηρίου στην Ιαπωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Η απόσυρση αυτή συνέβαλε στην αποδυνάμωση των νομισμάτων της περιοχής και στην όξυνση της κρίσης χρέους. Σε μεγάλο βαθμό, η ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997–1998 προκλήθηκε από την απότομη εκροή κεφαλαίων από την περιοχή, κυρίως λόγω της αντίδρασης των ιαπωνικών εμπορικών τραπεζών στις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζαν η Ταϊλάνδη και η Νότια Κορέα(King, 2001). Οι ιαπωνικές τράπεζες, οι οποίες είχαν ήδη πληγεί από την κατάρρευση της φούσκας ακινήτων και μετοχών στην Ιαπωνία το 1990, αποτελούσαν τους σημαντικότερους πιστωτές στην Ασία. Η απόσυρσή τους πυροδότησε αντίστοιχες κινήσεις και από άλλες ξένες τράπεζες, επιταχύνοντας τη χρηματοπιστωτική αποσταθεροποίηση των αγορών της περιοχής.
Το 1997, οι εκροές κεφαλαίων προκάλεσαν νομισματική κρίση στην Ταϊλάνδη, οδηγώντας σε σημαντική υποτίμηση του μπατ και στη διασπορά της κρίσης σε άλλες χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Η Νότια Κορέα επηρεάστηκε αργότερα το ίδιο έτος, με τις επιπτώσεις να σχετίζονται κυρίως με τις διαφορές στα καθεστώτα συναλλαγματικών ισοτιμιών (Wade, 1998). Αν και οι αγορές ομολόγων φάνηκε αρχικά να διατηρούν σταθερότητα, μέχρι τον Νοέμβριο του 1997 η κατάσταση είχε επιδεινωθεί δραματικά. Έναν χρόνο αργότερα, το 1998, η επιστροφή ορισμένων ξένων επενδυτών, που εντόπισαν ευκαιρίες στις πληγείσες αγορές, δεν ήταν αρκετή για να αντιστρέψει τη ζημιά που είχε ήδη προκληθεί. Η κρίση είχε αφήσει πίσω της σοβαρά οικονομικά προβλήματα, όπως υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, κατάρρευση τραπεζών και συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η κρίση συνδέθηκε άμεσα με τη χρηματοπιστωτική πολιτική των ασιατικών οικονομιών και την αποτυχία τους να διαχειριστούν αποτελεσματικά τις ροές κεφαλαίων. Κατά τη δεκαετία του 1980, η Ιαπωνία γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη, η οποία βασίστηκε σε εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια και υπερβολικές επενδύσεις στην αγορά ακινήτων και μετοχών. Η απότομη αύξηση των επιτοκίων στα τέλη της δεκαετίας οδήγησε στην κατάρρευση της ιαπωνικής φούσκας και σε σημαντικές ζημιές για τις τράπεζες (King, 2001).
Η οικονομική ανάπτυξη σε πολλές ασιατικές χώρες στηρίχθηκε σε μεγάλες εισροές ξένων κεφαλαίων και σε ελλιπή χρηματοπιστωτική εποπτεία. Οι αγορές ομολόγων αποτέλεσαν την κύρια πηγή χρηματοδότησης μέχρι το 1997· ωστόσο, η αλλαγή του διεθνούς επενδυτικού κλίματος οδήγησε σε απότομη εκροή κεφαλαίων. Οι εμπορικές τράπεζες αποσύρθηκαν πρώτες, ενώ οι επενδυτές σε μετοχές και άμεσες ξένες επενδύσεις ακολούθησαν με πιο σταδιακό ρυθμό (Wade, 1998). Η στρατηγική του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) υποστήριζε ότι η κρίση οφειλόταν κυρίως σε θεσμικές αδυναμίες και προώθησε την περαιτέρω απελευθέρωση των αγορών. Ωστόσο, υπήρξαν διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με τα αίτια της κρίσης. Ο Jeffrey Sachs υποστήριξε ότι η κρίση προκλήθηκε κυρίως από τον πανικό των αγορών και όχι από διαρθρωτικά προβλήματα των οικονομιών (King, 2001). Αντίστοιχα, ο Joseph Stiglitz τόνισε ότι τα ασιατικά κράτη παρουσίαζαν υγιή δημοσιονομικά μεγέθη και ότι η κρίση αποτέλεσε αυτοεκπληρούμενη προφητεία, καθώς οι επενδυτές απέσυραν μαζικά τα κεφάλαιά τους υπό τον φόβο επικείμενης κατάρρευσης (Wade, 1998).
Συμπερασματικά, η ασιατική κρίση του 1997 ανέδειξε τα προβλήματα που συνδέονται με την υπερβολική εξάρτηση των αναπτυσσόμενων οικονομιών από τις διεθνείς ροές κεφαλαίων. Η πολιτική των τραπεζών και οι αντιδράσεις των θεσμικών επενδυτών είχαν κρίσιμο ρόλο στην επιδείνωση της κατάστασης. Παρότι η κρίση υπογράμμισε τις αδυναμίες των ασιατικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, η ερμηνεία ότι ήταν απλώς αποτέλεσμα κρατικού παρεμβατισμού αμφισβητείται έντονα (King, 2001). Οι επιπτώσεις της κρίσης επηρέασαν όχι μόνο την Ασία, αλλά και τις παγκόσμιες χρηματαγορές, ενώ η αδυναμία έγκαιρης αντίδρασης ανέδειξε την ανάγκη για ισχυρότερη χρηματοπιστωτική εποπτεία και διαφάνεια στις διεθνείς επενδύσεις (Wade, 1998).
3. Αίτια των χρηματοοικονομικών κρίσεων
Έχουν αναπτυχθεί πολλές θεωρίες αναφορικά με τις υποβόσκουσες αιτίες των χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Αν και θεμελιώδεις παράγοντες, όπως οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και τα εσωτερικά ή εξωτερικά σοκ, πολλά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με τα ακριβή αίτια των κρίσεων. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις μερικές φορές φαίνεται να καθοδηγούνται από «παράλογους» παράγοντες. Αυτοί περιλαμβάνουν ξαφνικές τραπεζικές επιδρομές, μετάδοση και διάχυση μεταξύ χρηματοπιστωτικών αγορών, περιορισμούς στην αρμπιτράζ σε περιόδους πίεσης, την εμφάνιση καταρρεύσεων περιουσιακών στοιχείων, πιστωτικές στενότητες και αναγκαστικές πωλήσεις, καθώς και άλλες πτυχές που σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική αναταραχή (Stijn Claessens A. K., 2013). Παρακάτω αναλύονται οι βασικοί παράγοντες που συμβάλλουν στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις.
3.1. Άνοδος και πτώση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων
Οι απότομες αυξήσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων, γνωστές και ως «φούσκες», συχνά ακολουθούνται από απότομες πτώσεις και έχουν καταγραφεί εδώ και αιώνες. Σε πολλές περιπτώσεις, οι τιμές φαίνεται να αποκλίνουν από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, παρουσιάζοντας συμπεριφορές που δεν προβλέπονται από τα κλασικά χρηματοοικονομικά μοντέλα.
Ιστορικά παραδείγματα τέτοιων φαινομένων περιλαμβάνουν τη μανία της τουλίπας (Ολλανδία, 1634–1637), τη φούσκα του Μισισιπή (Γαλλία, 1719–1720) και τη φούσκα της Νότιας Θάλασσας (Ηνωμένο Βασίλειο, 1720) (Garber, 2000· Kindleberger, 1986). Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι τιμές ορισμένων περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκαν ραγδαία μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, προτού καταρρεύσουν απότομα. Παρόμοια μοτίβα παρατηρήθηκαν και στην πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, με τις τιμές των ακινήτων να ακολουθούν έντονη ανοδική και στη συνέχεια καθοδική πορεία (Claessens & Kose, 2013). Η εμφάνιση των φουσκών μπορεί να εξηγηθεί μέσα από διάφορες θεωρίες. Ορισμένα μοντέλα αποδίδουν την εκδήλωσή τους στη συλλογική υπερβολική αισιοδοξία των επενδυτών, ενώ άλλα εστιάζουν σε δομικές αδυναμίες της αγοράς και σε στρεβλώσεις της χρηματοδότησης. Για παράδειγμα, όταν οι επενδυτές αποκτούν υπερβολική πίστωση για την αγορά περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ενυπόθηκα δάνεια για κατοικίες), οι τιμές μπορεί να αυξηθούν τεχνητά, δημιουργώντας επισφαλείς συνθήκες.
Η κατάρρευση μιας φούσκας μπορεί να πυροδοτηθεί από έναν μικρό αρχικό κλυδωνισμό, όπως μια μικρή πτώση στις τιμές ή μια μεταβολή στις διεθνείς οικονομικές συνθήκες. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αντίδραση των αγορών μπορεί να επιταχύνει την κρίση, οδηγώντας σε μαζικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, πιστωτική στενότητα και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις (Brunnermeier, 2001).
Τελικά, οι φούσκες και οι πτώσεις των τιμών δεν αποτελούν απλώς τυχαία φαινόμενα, αλλά συνδέονται με βαθύτερους παράγοντες της αγοράς, τη συμπεριφορά των επενδυτών και διαρθρωτικά προβλήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
3.2. Άνοδος και πτώση της πίστωσης
Η ταχεία αύξηση της πίστωσης αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο πριν από την εκδήλωση χρηματοπιστωτικών κρίσεων. Η υπερβολική μόχλευση και η αυξημένη ανάληψη κινδύνου, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των περιουσιακών στοιχείων, συχνά προηγούνται οικονομικών καταρρεύσεων -αν και αυτό αναγνωρίζεται συνήθως εκ των υστέρων. Από τον 19ο αιώνα έως και τις πρόσφατες κρίσεις, πολλές οικονομίες έχουν βιώσει εκρηκτική αύξηση της πίστωσης, ακολουθούμενη από απότομες διορθώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές(Garber, 2000· Kindleberger, 1986).
Ιστορικά παραδείγματα περιλαμβάνουν την οικονομική κρίση της Αυστραλίας κατά τις δεκαετίες του 1880 και του 1890, την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση του 1997 και την κατάρρευση των τραπεζικών συστημάτων στις σκανδιναβικές χώρες, έπειτα από ραγδαία αύξηση των δανείων στον τομέα των ακινήτων. Παρόμοια χαρακτηριστικά εμφανίστηκαν και στην κρίση του 1929 στις ΗΠΑ, όπου η ραγδαία αύξηση της μόχλευσης των νοικοκυριών θυμίζει τις συνθήκες που οδήγησαν στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Οι πιστωτικές εκρήξεις μπορούν να προκληθούν από ποικίλους παράγοντες, όπως οικονομικά σοκ, διαρθρωτικές αλλαγές και νομισματικές πολιτικές. Για παράδειγμα, ταχεία οικονομική ανάπτυξη και αυξημένες ροές κεφαλαίων προς μία χώρα μπορεί να ενισχύσουν σημαντικά τη διαθεσιμότητα δανείων, χαλαρώνοντας τους πιστωτικούς περιορισμούς για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Συμπληρωματικά, οι χαμηλές επιτοκιακές πολιτικές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Όταν τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά για παρατεταμένες περιόδους, ενθαρρύνεται η ανάληψη κινδύνων και η αύξηση της μόχλευσης, συμβάλλοντας στη δημιουργία φούσκας στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων(Maddaloni & Peydro, 2010· Ongena et al., 2009). Για παράδειγμα, τα χαμηλά επιτόκια στις ΗΠΑ την περίοδο 2001–2004 έχουν συνδεθεί με την άνοδο των τιμών ακινήτων και την υπερβολική δανειοδότηση των νοικοκυριών (Lansing, 2008). Επιπλέον, η χρηματοοικονομική απελευθέρωση και η καινοτομία μπορούν να προκαλέσουν πιστωτικές εκρήξεις. Η χαλάρωση των ρυθμιστικών πλαισίων και η αυξημένη ανταγωνιστικότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα ενδέχεται να οδηγήσουν σε χαμηλότερα κριτήρια δανεισμού, αυξάνοντας τους κινδύνους αφερεγγυότητας και την αστάθεια των αγορών (Kaminsky & Reinhart, 1999· Dell’Ariccia et al., 2013).
Τέλος, η μείωση των προτύπων δανειοδότησης και η αυξημένη ανταγωνιστικότητα μεταξύ των τραπεζών μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω την αστάθεια. Στην περίπτωση της κρίσης στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι περιοχές με τη μεγαλύτερη αύξηση χορηγήσεων δανείων πριν από την κρίση εμφάνισαν και τα υψηλότερα ποσοστά επισφαλών δανείων (Dell’Ariccia, Igan & Laeven, 2012).
Οι παράγοντες αυτοί καταδεικνύουν ότι οι πιστωτικές εκρήξεις δεν αποτελούν τυχαία φαινόμενα, αλλά είναι αποτέλεσμα συνδυασμένων μακροοικονομικών και θεσμικών συνθηκών, οι οποίες, αν δεν ελεγχθούν, μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές οικονομικές κρίσεις.
4. Επίλογος
Η ιστορία των χρηματοπιστωτικών κρίσεων του 20ού και του 21ου αιώνα αποκαλύπτει μια κοινή βάση: την αλληλεπίδραση οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών παραμέτρων, οι οποίες συχνά συντελούν στην εμφάνιση κρίσεων με ευρείες συνέπειες. Από το Κραχ του 1929 και την κατάρρευση της χρηματιστηριακής αγοράς, μέχρι την Ασιατική Κρίση του 1997 και την Πετρελαϊκή Κρίση του 1973, τα αίτια και οι επιπτώσεις αυτών των κρίσεων καταδεικνύουν την αδυναμία των χρηματοπιστωτικών συστημάτων να προσαρμοστούν στις ταχείες και απρόβλεπτες εξελίξεις.
Η κατανόηση των αιτιών, της εξέλιξης και των στρατηγικών αντίδρασης σε τέτοιες κρίσεις είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη ενός πιο ανθεκτικού και προσαρμοστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ικανού να ανταπεξέλθει σε μελλοντικές προκλήσεις. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις δεν είναι απλώς οικονομικά γεγονότα, αλλά καθρέφτες των αδυναμιών και των παραλείψεων των ανθρώπινων συστημάτων διακυβέρνησης και οικονομίας. Η κατάλληλη προετοιμασία και η πρόληψη μπορούν να κάνουν τη διαφορά στην αποφυγή καταστροφικών συνεπειών στο μέλλον.
Πηγή Εικόνας Άρθρου: https://econofact.org/wp-content/uploads/2018/12/RecessionImage.png
5. Βιβλιογραφία
Kenton, W. (2024, June 11). Financial crisis: Definition, causes, and examples. Investopedia.
King, M. R. (2001). Who triggered the Asian financial crisis? Review of International Political Economy, 8(3), 372–399.
Mitchell, T. (2010). The resources of economics. Journal of Cultural Economy, 3(2), 189–204.
Claessens, S., & Kose, M. A. (2013). Financial crises: Explanations, types and implications. International Monetary Fund.
Claessens, S., & Kose, M. A. (2013, February 5). Understanding financial crises: Causes, consequences and policy responses. Australian National University.
Wade, R. (1998). The Asian debt-and-development crisis of 1997–?: Causes and consequences. World Development, 26(8), 1535–1553.
White, E. N. (1990). The stock market boom and crash of 1929 revisited. Journal of Economic Perspectives, 4(2), 67–83.
Garber, P. M. (2000). Famous first bubbles: The fundamentals of early manias. MIT Press.
Kindleberger, C. P. (1986). Manias, panics, and crashes: A history of financial crises (3rd ed.).
William N. Peach. The Securities Affiliates of National Banks (Baltimore: Johns Hopkins Press, 1941), p. 61
Claessens, Stijn, and M. Ayhan Kose. “Financial Crises: Explanations, Types, and Implications.” IMF Working Paper No. 13/28, International Monetary Fund, January 2013