Η εξέλιξη του διεθνούς δικαίου σε έναν κόσμο γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων

Γράφει η Φέλια Βόργια

 

Εισαγωγή

Το διεθνές δίκαιο αναπτύχθηκε ως εργαλείο ρύθμισης των σχέσεων μεταξύ κρατών, θεμελιωμένο σε αξίες όπως η Αρχή της κυριαρχίας, της ισότητας, και της ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Ωστόσο, σε έναν κόσμο όπου οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις εντείνονται, η λειτουργία και η εξέλιξή του αμφισβητούνται ολοένα και περισσότερο. Οι πρόσφατες συγκρούσεις, οι διεθνείς οικονομικές κρίσεις, οι ανακατατάξεις στην παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων και η εμφάνιση νέων πεδίων αντιπαράθεσης -όπως ο κυβερνοχώρος και η διαστημική δραστηριότητα- αναδεικνύουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του διεθνούς δικαίου. Η παρούσα έρευνα εξετάζει πώς το διεθνές δίκαιο καταρχήν επηρεάζεται, αλλά και έπειτα πώς επιχειρεί να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο γεωπολιτικών εντάσεων.

1.Ιστορικό πλαίσιο

Από τη Συνθήκη της Βεστφαλίας(1648) και έπειτα, η έννοια της κρατικής κυριαρχίας αποτέλεσε θεμέλιο της διεθνούς έννομης τάξης(Krasner, 1999). Η παραδοσιακή θεώρηση παρουσίαζε το διεθνές δίκαιο ως εργαλείο σταθεροποίησης της διεθνούς κοινότητας, με στόχο την ειρηνική συνύπαρξη και την αποτροπή της αυθαίρετης χρήσης ισχύος. Στην πράξη όμως η αντίληψη αυτή αποδείχθηκε ουτοπική. Το διεθνές δίκαιο διαχρονικά συνδιαμορφώνεται από τη γεωπολιτική δυναμική και τις σχέσεις ισχύος.

Ενδεικτικά παραδείγματα αυτής της αλληλεπίδρασης εντοπίζονται τόσο στον Ψυχρό Πόλεμο όσο και σε σύγχρονα διεθνή γεγονότα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το νομικό πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών αποδείχθηκε ανεπαρκές μπροστά στην αντιπαράθεση των υπερδυνάμεων. Η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ συνοδεύτηκε από σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η σοβιετική καταστολή στην Ουγγαρία(1956) και στην Πράγα(1968) επιβεβαίωσε την επιλεκτική εφαρμογή του διεθνούς δικαίου. Αντίστοιχα, η απόφαση του Ισραήλ να προσαρτήσει την Ανατολική Ιερουσαλήμ το 1980 και οι συνεχόμενοι εποικισμοί στη Δυτική Όχθη δείχνουν πώς οι πολιτικοί συσχετισμοί υπερισχύουν των νομικών περιορισμών, παρά τις επανειλημμένες καταδικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας(ΣΑ/ΟΗΕ).

Η εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003, χωρίς ρητή εξουσιοδότηση από τον ΟΗΕ, επανέφερε το ερώτημα κατά πόσο οι ισχυροί δρώντες είναι πραγματικά υπόλογοι στο διεθνές δίκαιο ή το επικαλούνται κατά το δοκούν. Τα παραδείγματα αυτά καθιστούν εμφανές ότι η διαμόρφωση και εφαρμογή του διεθνούς δικαίου δεν καθορίζεται αποκλειστικά από νομικές αρχές, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ποιος διαθέτει τη δύναμη να τις επιβάλει ή να τις αγνοήσει.

 

2.1 Η επιστροφή της “σφαίρας επιρροής”

Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014 και η εμπλοκή της σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ανατολική Ουκρανία ανέδειξαν την αναβίωση της λογικής των “σφαιρών επιρροής” στον 21ο αιώνα. Η ρωσική ηγεσία επικαλέστηκε ιστορικούς και γεωπολιτικούς δεσμούς με την Κριμαία, αλλά η ενέργεια αυτή συνιστά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της εδαφικής ακεραιότητας, όπως κατοχυρώνεται στον Χάρτη του ΟΗΕ. Η διεθνής αντίδραση, κυρίως από τις δυτικές δυνάμεις, περιορίστηκε σε πολιτικές κυρώσεις και δηλώσεις καταδίκης, χωρίς την ύπαρξη αποτελεσματικών μηχανισμών αποτροπής ή επιβολής. Το περιστατικό ανέδειξε την αδυναμία του διεθνούς δικαίου να επιβληθεί σε περιπτώσεις όπου ισχυρά κράτη αψηφούν τους κανόνες και διαθέτουν μέσα να επιβάλουν τη βούλησή τους. Παράλληλα, η ανισότητα στην αντιμετώπιση παρόμοιων παραβιάσεων σε άλλες περιοχές (π.χ. Παλαιστίνη, Κοσσυφοπέδιο) ενισχύει την αντίληψη ότι το διεθνές δίκαιο εφαρμόζεται επιλεκτικά. Η κρίση στην Ουκρανία αποτελεί κρίσιμο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η γεωπολιτική πραγματικότητα μπορεί να διαβρώσει το κύρος και τη συνοχή του διεθνούς νομικού πλαισίου, ιδίως όταν απουσιάζουν θεσμικές εγγυήσεις επιβολής.

 

2.2 Η έννοια της “ευθύνης προστασίας” και η επανανοηματοδότηση της επέμβασης

Η αρχή της “ευθύνης προστασίας”(Responsibility to Protect-R2P), που υιοθετήθηκε από τη διεθνή κοινότητα το 2005, σηματοδότησε μια σημαντική μετατόπιση από την απόλυτη κυριαρχία προς μια προσέγγιση που αναγνωρίζει τη διεθνή υποχρέωση να προλαμβάνονται και να αντιμετωπίζονται μαζικά εγκλήματα. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, όταν ένα κράτος αποτυγχάνει να προστατεύσει τους πολίτες του από γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η διεθνής κοινότητα δύναται να παρέμβει. Παρότι η R2P θεωρήθηκε αρχικά πρόοδος, η εφαρμογή της αποδείχθηκε προβληματική. Η στρατιωτική επέμβαση στη Λιβύη το 2011, με την εξουσιοδότηση του ΣΑ/ΟΗΕ, ξεκίνησε με ανθρωπιστικό πρόσχημα αλλά κατέληξε σε αλλαγή καθεστώτος, προκαλώντας καχυποψία και έντονη αντίδραση από χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα. Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίζουν ότι η ευθύνη προστασίας εργαλειοποιείται από τη Δύση προκειμένου να νομιμοποιήσει επεμβάσεις που εξυπηρετούν γεωπολιτικά συμφέροντα.. Η επιλεκτική εφαρμογή της, σε συνδυασμό με την απουσία σαφούς νομικού πλαισίου, αποδυνάμωσε την αξιοπιστία της και έθεσε σε κίνδυνο την ευρεία αποδοχή της ως μηχανισμού υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

 

2.3 Οι κυρώσεις ως εργαλείο “νόμιμης” πίεσης

Οι οικονομικές κυρώσεις έχουν καταστεί βασικό εργαλείο άσκησης διεθνούς πίεσης, ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η στρατιωτική δράση θεωρείται ανεπιθύμητη ή ανεφάρμοστη. Πιο συγκεκριμένα, στοχεύουν στον εξαναγκασμό αλλαγών στη συμπεριφορά κρατών ή μη κρατικών δρώντων, μέσω περιορισμού οικονομικών συναλλαγών, απαγορεύσεων εισαγωγών/εξαγωγών και αποκλεισμού από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Παρότι παρουσιάζονται ως ειρηνικό και “νόμιμο” μέσο δράσης, η νομική τους βάση εγείρει σοβαρά ερωτήματα, κυρίως όταν επιβάλλονται μονομερώς και όχι από το ΣΑ/ΟΗΕ. Μονομερείς κυρώσεις, όπως αυτές που έχουν επιβληθεί από τις ΗΠΑ εναντίον του Ιράν ή της Βενεζουέλας, επικρίνονται ως παράνομες και αντίθετες με τις Αρχές της κυριαρχίας και της μη επέμβασης. Επιπλέον, συχνά προκαλούν σοβαρές κοινωνικές και ανθρωπιστικές  επιπτώσεις στον πληθυσμό, χωρίς να επιφέρουν την επιδιωκόμενη πολιτική αλλαγή. Η χρήση τους, λοιπόν, αν και ενταγμένη στη ρητορική της νομιμότητας, παραμένει βαθιά πολιτική και αμφιλεγόμενη, αναδεικνύοντας το πώς ακόμη και τα “ειρηνικά” μέσα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο γεωπολιτικής εκμετάλλευσης και νομικής ασάφειας.

 

3. Το διεθνές δίκαιο ως πεδίο διαπάλης και προσαρμογής

3.1 Η ανάδυση νέων κέντρων δικαιϊκής παραγωγής

Η εμφάνιση και ενίσχυση διεθνών σχηματισμών, όπως οι BRICS και ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης αποκαλύπτει μια ουσιώδη στροφή στην παραγωγή και ερμηνεία του διεθνούς δικαίου. Οι ομάδες αυτές, αποτελούμενες κυρίως από κράτη του παγκόσμιου Νότου ή μη Δυτικού κόσμου, επιδιώκουν να αναδείξουν εναλλακτικά πρότυπα διακυβέρνησης, βασισμένα στην αρχή της κυριαρχίας, της μη επέμβασης και του σεβασμού στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Αυτή η στροφή δεν συνιστά άρνηση του διεθνούς δικαίου, αλλά ως διεκδίκηση του δικαιώματος συμμετοχής στη διαμόρφωσή του.

Σε αντίθεση με το κυρίαρχο μεταπολεμικό μοντέλο, στο οποίο οι δυτικές δυνάμεις είχαν δυσανάλογη επιρροή στην κωδικοποίηση κανόνων και την εγκαθίδρυση θεσμών, τα αναδυόμενα κράτη ζητούν να ενσωματωθούν οι δικές τους εμπειρίες, αξίες και συμφέροντα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κριτική των BRICS στην αρχή της ευθύνης προστασίας, την οποία αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό λόγω της δυνητικής εργαλειοποίησής της από τη Δύση. Παράλληλα, οι χώρες αυτές ιδρύουν εναλλακτικούς θεσμούς -όπως η NDB (New Development Bank)- και συμμετέχουν σε διακρατικές συμφωνίες που λειτουργούν ως πρόπλασμα ενός “παράλληλου” νομικού συστήματος. Η ανάδυση αυτών των νέων κέντρων δικαιϊκής παραγωγής αντανακλά τη μετάβαση από μια μονοκεντρική προς μια πολυκεντρική διεθνή έννομη τάξη, όπου η νομιμότητα δεν θα κρίνεται μόνο με δυτικά μέτρα, αλλά μέσα από έναν πολυφωνικό και διαπολιτισμικό διάλογο.

 

3.2 Διεθνή Δικαστήρια και Γεωπολιτική

Τα διεθνή δικαστήρια έχουν αναδειχθεί σε βασικούς θεσμικούς πυλώνες της διεθνούς έννομης τάξης, με σκοπό να διασφαλίσουν την ειρηνική επίλυση διαφορών και την επιβολή της νομιμότητας. Το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (ICJ), το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) και διάφοροι εξειδικευμένοι μηχανισμοί διαιτησίας συγκροτούν ένα πολύμορφο δίκτυο διεθνούς δικαιοδοσίας που φιλοδοξεί να λειτουργεί πέρα από τις πολιτικές ισορροπίες. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητά τους συχνά περιορίζεται από τη γεωπολιτική πραγματικότητα. Μεγάλες δυνάμεις όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα και η Ρωσία επιδεικνύουν επιλεκτική συμμόρφωση ή ακόμη και ανοιχτή άρνηση στη δικαιοδοσία αυτών των οργάνων, ιδιαίτερα όταν οι αποφάσεις συγκρούονται με τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Τόσο η περίπτωση των ΗΠΑ που αγνόησαν την απόφαση του ICJ στην υπόθεση της  Νικαράγουας(1986), όσο και η άρνηση της Ρωσίας να νομιμοποιήσει διεθνείς έρευνες για εγκλήματα πολέμου στην Ουκρανία, αποδεικνύουν τα εγγενή όρια του διεθνούς νομικού μηχανισμού. Επιπλέον, τα διεθνή δικαστήρια συχνά κατηγορούνται για πολιτική μεροληψία, ιδίως από αφρικανικά κράτη, τα οποία θεωρούν ότι στοχοποιούνται δυσανάλογα από το ICC. Αυτή η δυσπιστία υπονομεύει όχι μόνο την αξιοπιστία των θεσμών, αλλά και την ίδια την αρχή του κράτους δικαίου σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

4. Νέα πεδία αντιπαράθεσης και το διεθνές δίκαιο

4.1 Κυβερνοχώρος

Ο κυβερνοχώρος έχει εξελιχθεί σε κεντρικό πεδίο στρατηγικής αντιπαράθεσης, όπου η διακίνηση πληροφοριών, οι επιθέσεις σε υποδομές και η κυβερνοκατασκοπεία επηρεάζουν άμεσα την εθνική ασφάλεια. Καθώς τα κράτη αξιοποιούν τον κυβερνοχώρο για να προωθήσουν συμφέροντα χωρίς άμεση προσφυγή στη βία, οι παραδοσιακές έννοιες του διεθνούς δικαίου αδυνατούν να προσαρμοστούν.

Οι “Αρχές Τάλιν”, που συντάχθηκαν από ανεξάρτητους νομικούς ειδικούς, επιχειρούν να ερμηνεύσουν πώς εφαρμόζονται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου στις κυβερνοεπιχειρήσεις. Ωστόσο, δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν απολαμβάνουν καθολικής αποδοχής. Η απουσία σαφούς νομικού πλαισίου εντείνει τη σύγχυση και δημιουργούν κρίσιμα ερωτήματα: Πότε ακριβώς συνιστά μια κυβερνοεπίθεση “ένοπλη επίθεση”; Ποιος είναι υπεύθυνος για μια επίθεση όταν η απόδοση ευθύνης είναι τεχνικά δύσκολη; Αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και επιτείνουν τη νομική ασάφεια.

Παράλληλα, η ανάπτυξη επιθετικών δυνατοτήτων από κράτη και η αδυναμία θέσπισης κανόνων αποτροπής ενισχύουν τον κίνδυνο κλιμάκωσης. Το διεθνές δίκαιο, ενώ αναγνωρίζει την ανάγκη για ρύθμιση, εξακολουθεί να κινείται με αργούς ρυθμούς αντιμέτωπο με μια ταχύτατα εξελισσόμενη τεχνολογική πραγματικότητα, δημιουργώντας ένα επικίνδυνο κενό κανονιστικής προστασίας.

 

4.2 Δίκαιο του Διαστήματος

Η μετατόπιση της τεχνολογικής και οικονομικής δραστηριότητας προς το διάστημα έχει καταστήσει επιτακτική την αναθεώρηση του διαστημικού δικαίου. Η Συνθήκη του Εξωατμοσφαιρικού Διαστήματος του 1967 αποτέλεσε θεμέλιο για την ειρηνική χρήση του διαστήματος, προβλέποντας την απαγόρευση όπλων μαζικής καταστροφής και την υποχρέωση διεθνούς συνεργασίας. Ωστόσο, η εν λόγω Συνθήκη δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως η εμπορική εκμετάλλευση πόρων σε αστεροειδείς, η κατασκευή διαστημικών σταθμών από ιδιωτικές εταιρείες και η χρήση δορυφορικών συστημάτων για στρατιωτικούς σκοπούς. Η εντατικοποίηση των διαστημικών δραστηριοτήτων από κράτη όπως η Κίνα, η Ινδία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε συνδυασμό με την είσοδο ισχυρών ιδιωτικών φορέων όπως η SpaceX και η Blue Origin, έχει δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον χωρίς σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο. Παράλληλα, η στρατιωτικοποίηση του διαστήματος, με την ανάπτυξη αντιδορυφορικών όπλων, προκαλεί ανησυχίες για την εμφάνιση μιας νέας μορφής εξοπλιστικών ανταγωνισμών. Αν δεν υιοθετηθεί ένα επικαιροποιημένο, δεσμευτικό και παγκοσμίως αποδεκτό νομικό πλαίσιο, το διάστημα κινδυνεύει να μετατραπεί από κοινό αγαθό σε πεδίο ασύμμετρων συγκρούσεων, με σοβαρές συνέπειες για την ασφάλεια και την ισορροπία ισχύος στη Γη.

 

4.3 Δίκαιο για την Κλιματική Αλλαγή

Το διεθνές δίκαιο για την κλιματική αλλαγή αντανακλά τις προκλήσεις ενός προβλήματος που συνδυάζει επιστημονική πολυπλοκότητα με πολιτική διχογνωμία. Η Συμφωνία των Παρισίων(2015) επιχείρησε να θεσπίσει ένα ευέλικτο αλλά και φιλόδοξο πλαίσιο για τον περιορισμό της παγκόσμιας θέρμανσης. Ωστόσο, η αρχή της «κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης» έχει αποδειχθεί πηγή έντασης. Αναπτυγμένα κράτη καλούνται να αναλάβουν ηγετικό ρόλο λόγω του ιστορικού τους αποτυπώματος, ενώ αναπτυσσόμενες χώρες, που βιώνουν εντονότερα τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, ζητούν ενισχυμένη υποστήριξη. Παρά την ύπαρξη μηχανισμών παρακολούθησης και καταγραφής δεσμεύσεων, το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης παραμένει. Επιπλέον, ζητήματα όπως η μετεγκατάσταση πληθυσμών λόγω ανόδου της στάθμης των θαλασσών, οι συγκρούσεις για υδάτινους πόρους ή η νομική κατάσταση των «κλιματικών προσφύγων» δεν ρυθμίζονται επαρκώς από το ισχύον νομικό πλαίσιο. Η αδυναμία του διεθνούς δικαίου να ανταποκριθεί στις πολυεπίπεδες διαστάσεις της κλιματικής αλλαγής αναδεικνύει την ανάγκη για μια νέα νομική αρχιτεκτονική: Πιο προσαρμοστική, διατομεακή και δεσμευτική, ικανή να συνδυάζει την περιβαλλοντική προστασία με την κοινωνική δικαιοσύνη και τη διεθνή συνεργασία.

5. Συμπεράσματα

Σε έναν κόσμο οξυμένων γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων το διεθνές δίκαιο καλείται να προσαρμόζεται, διαπραγματευόμενο διαρκώς ανάμεσα στην αξίωση της καθολικότητας και τις πιέσεις της ισχύος. Παρά τις σοβαρές προκλήσεις, το διεθνές δίκαιο παραμένει ένας βασικός μηχανισμός ρύθμισης της παγκόσμιας τάξης, ιδίως για κράτη που διαφορετικά θα ήταν ευάλωτα στην αυθαιρεσία της ισχύος. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η παγκόσμια κοινότητα θα μπορέσει να ενισχύσει θεσμικά και υλικά το διεθνές δίκαιο, ώστε να ανταποκριθεί στις προκλήσεις ενός πολυπολικού κόσμου.

 

Βιβλιογραφία

Alter, K. J. (2014). The new terrain of international law: Courts, politics, rights. Princeton University Press.

Bodansky, D. (2016). The art and craft of international environmental law. Harvard University Press.

Evans, G. (2008). The responsibility to protect: Ending mass atrocity crimes once and for all. Brookings Institution Press.

Jakhu, R., & Pelton, J. (2017). Global space governance: An international study. Springer.

Krasner, S. D. (1999). Sovereignty: Organized hypocrisy. Princeton University Press.

Schmitt, M. N. (Ed.). (2017). Tallinn manual 2.0 on the international law applicable to cyber operations. Cambridge University Press.

Simpson, G. (2004). Great powers and outlaw states: Unequal sovereigns in the international legal order. Cambridge University Press.

Talmon, S. (2014). The Crimea question: Ukraine, Russia, and international law. Chinese Journal of International Law, 13(2), 219–243. https://doi.org/10.1093/chinesejil/jmu020

United Nations Framework Convention on Climate Change (UNFCCC). (2015). Paris Agreement. https://unfccc.int/sites/default/files/english_paris_agreement.pdf

United Nations. (1967). Treaty on Principles Governing the Activities of States in the Exploration and Use of Outer Space, including the Moon and Other Celestial Bodies.
https://www.unoosa.org/oosa/en/ourwork/spacelaw/treaties/introouterspacetreaty.html

Douhan, A. F. (2022). Report of the Special Rapporteur on the negative impact of unilateral coercive measures on the enjoyment of human rights: Mission to the Islamic Republic of Iran (A/HRC/51/33). United Nations. https://documents.un.org/doc/UNDOC/GEN/G22/408/16/PDF/G2240816.pdf

United Nations. (1945). Charter of the United Nations. https://www.un.org/en/about-us/un-charter/full-text

 

Πηγή εικόνας κειμένου: Global finance magazine   May 31 2022 https://s44650.pcdn.co/wp-content/uploads/2023/07/globalization-puzzle-1200-1654041752-1.jpg&tbnid=hOzkpAqF2ryxcM&vet=1&imgrefurl=https://gfmag.com/capital-raising-corporate-finance/globalizations-new-puzzle/&docid=vR9mzh0QAnXFtM&w=1200&h=628&hl=el